ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ πέρασμα τοῦ λύχνου
τὸ γεμάτο χαλάσματα καὶ μαύρους ἴσκιους
ἡ σελίδα ποὺ γράφτηκε κάτω ἀπ΄ τὸ χῶμα
τὸ τραγούδι ποὺ εἶπε ἡ Λυγερὴ στὸν Ἅδη

Τὰ ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στὸ τέμπλο
οἱ ἀρχαῖες οἱ λευκὲς οἱ ἰχθυοφόρες
οἱ ἐράσμιες Κόρες μὲ τὸ πέτρινο χέρι
ὁ λαιμὸς τῆς Ἑλένης ὡσὰν παραλία

Τ΄ ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα μὲ τὴν εὐδοκία
ἡ παρασημαντικὴ ἑνὸς ἄλλου κόσμου
ἡ παλιὰ δοξασία ὅτι ὑπάρχει πάντα
τὸ πολὺ σιμὰ καὶ ὅμως ἀόρατο

Ἡ σκιὰ ποὺ τὰ γέρνει μὲ τὸ πλάι στὸ χῶμα
ἕνα κάτι τοῦ κίτρινου στὴ θύμησή τους
ἡ ἀρχαία τους ὄρχηση πάνω ἀπὸ τοὺς τάφους
ἡ σοφία τους ἡ ἀδιατίμητη

Ἡ Ἐλιά, ἡ Ροδιά, ἡ Ροδακινιὰ
τὸ Πεῦκο, ἡ Λεῦκα, ὁ Πλάτανος
ὁ Δρῦς, ἡ Ὀξυά, τὸ Κυπαρίσσι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ ἀναίτιο δάκρυ
ἀνατέλλοντας ἀργὰ στὰ ὡραῖα μάτια
τῶν παιδιῶν ποὺ κρατιοῦνται χέρι-χέρι
τῶν παιδιῶν ποὺ κοιτάζονται καὶ δὲ μιλιοῦνται

Τῶν ἐρώτων τὸ τραύλισμα πάνω στὰ βράχια
ἕνας φάρος ποὺ ἐκτόνωσεν αἰώνων θλίψη
τὸ τριζόνι τὸ ἐπίμονο καθὼς ἡ τύψη
καὶ τὸ μάλλινο ἔρημο μέσα στ΄ ἀγιάζι

Ὁ στυφὸς μὲς στὰ δόντια ἐπίορκος δυόσμος
δυὸ χείλη ποὺ ἀδύνατο νὰ στέρξουν – καὶ ὅμως
τὸ «ἀντίο» στὰ τσίνορα ποὺ λίγο λάμπει
καὶ μετὰ ὁ γιὰ πάντοτε θολὸς κόσμος