ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ

Εἶπεν ὁ λαός μου: τὸ δίκαιο ποὺ μοῦ δίδαξαν ἔπραξα καὶ ἰδοὺ αἰῶνες ἀπόκαμα ν΄ ἀπαντέχω ἔξω ἀπὸ τὴν κλειστὴ θύρα τῆς αὐλῆς τῶν προβάτων. Γνώριζε τὴ φωνή μου τὸ ποίμνιο καὶ στὴν κάθε σφυριγματιά μου ἀναπηδοῦσε καὶ βέλαζε. Ἄλλοι ὅμως, καὶ πολλὲς φορὲς οἱ ἴδιοι ποὺ παινεύανε τὴν καρτερία μου, ἀπὸ δέντρα καὶ μάντρες πηδώντας, ἐπατούσανε πρῶτοι τὸ πόδι αὐτοὶ μὲς στὴ μέση της αὐλῆς τῶν προβάτων. Καὶ ἰδοὺ πάντα γυμνὸς ἐγὼ καὶ χωρὶς ποίμνιο κανένα, στέναζεν ὁ λαός μου. Καὶ στὰ δόντια του γυάλιζεν ἡ ἀρχαία πεῖνα, καὶ ἡ ψυχή του ἔτριξε πάνω στὴν πίκρα τῆς καθὼς ποὺ τρίζει ἐπάνω στὸ χαλίκι τὸ ἄρβυλο τοῦ ἀπελπισμένου.

Τότες αὐτοὶ ποὺ κατέχουνε τὰ πολλά, ν΄ ἀκούσουνε τέτοιο τρίξιμο, τρόμαξαν. Ἐπειδὴ τὸ κάθε σημάδι καταλεπτῶς γνωρίζουνε καὶ συχνά, μίλια μακριὰ διαβάζουνε στὸ συμφέρον τους. Παρευθὺς λοιπὸν τὰ πέδιλα τ΄ ἀπατηλὰ ποδέθηκαν. Καὶ μισοὶ πιάνοντας τοὺς ἄλλους μισούς, ἀπὸ τά ΄να καὶ τ΄ ἄλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια λέγοντας: ἄξια καὶ καλὰ τὰ ἔργα σας, καὶ ὁρίστε αὐτὴ ποὺ βλέπετε ἡ θύρα ἡ κλειστή της αὐλῆς τῶν προβάτων. Ἀσηκῶστε τὸ χέρι καὶ μαζί σας ἐμεῖς, καὶ φροντίδα δική μας ἡ φωτιὰ καὶ τὸ σίδερο. Σπιτικὰ μὴ φοβᾶστε, φαμελιὲς μὴ λυπᾶστε, καὶ ποτὲ σὲ γιοῦ ἢ πατέρα ἢ μικροῦ ἀδερφοῦ τὴ φωνή, πίσω μὴ κάνετε. Εἰδὲ τύχει κανεὶς ἀπό σας κι ἢ φοβηθεῖ κι ἢ λυπηθεῖ κι ἢ κάνει πίσω, νὰ ξέρει: ἐπάνω του ἡ φωτιὰ ποὺ φέραμε καὶ τὸ σίδερο.