Πάρθηκεν ἀπὸ Μάγους * τὸ σῶμα τοῦ Μαγιοῦ
Τά ΄χουνε θάψει σ΄ ἕνα * μνῆμα τοῦ πέλαγου
Σ΄ ἕνα βαθὺ πηγάδι * τά ΄χουνε κλειστὸ
Μύρισε τὸ σκοτάδι * κι ὅλη ἡ Ἄβυσσο.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μέσα στὶς πασχαλιὲς καὶ Σὺ
Θέ μου Πρωτομάστορα * μύρισες τὴν Ἀνάσταση!

Σάλεψε σὰν τὸ σπέρμα * σὲ μήτρα σκοτεινὴ
Τὸ φοβερό της μνήμης * ἔντομο μὲς στὴ γῆ
Κι ὅπως δαγκώνει ἀράχνη * δάγκωσε τὸ φῶς
Ἔλαμψαν οἱ γιαλοὶ * κι ὅλο τὸ πέλαγος.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ΄ ἔζωσες τὶς ἀκρογιαλιὲς
Θέ μου Πρωτομάστορα * στὰ βουνὰ μὲ θεμελίωσες!

Ε΄

ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στὰ βουνὰ
καὶ τὰ βουνὰ σηκώνουν οἱ λαοὶ στὸν ὦμο τους
καὶ πάνω τοὺς ἡ μνήμη καίει
ἄκαυτη βάτος.
Μνήμη τοῦ λαοῦ μου σὲ λένε Πίνδο καὶ σὲ λένε Ἄθω.
Ταράζεται ὁ καιρὸς
κι ἀπ΄ τὰ πόδια τὶς μέρες κρεμάζει
ἀδειάζοντας μὲ πάταγο τὰ ὀστὰ τῶν ταπεινωμένων.
Ποιοί, πῶς, πότε ἀνέβηκαν τὴν ἄβυσσο;
Ποιές, ποιῶν, πόσων οἱ στρατιές;
Τ΄ οὐρανοῦ τὸ πρόσωπο γυρίζει κι οἱ ἐχθροί μου ἔφυγαν μακρυά.
Μνήμη τοῦ λαοῦ μου σὲ λένε Πίνδο καὶ σὲ λένε Ἄθω.
Ἐσὺ μόνη ἀπ΄ τὴ φτέρνα τὸν ἄντρα γνωρίζεις
Ἐσὺ μόνη ἀπ΄ τὴν κόψη τῆς πέτρας μιλᾷς.
Ἐσὺ τὴν ὄψη τῶν ἁγίων ὀξύνεις
κι ἐσὺ στοῦ νεροῦ τῶν αἰώνων τὴν ἄκρη σύρεις
πασχαλιὰν ἀναστάσιμη!
Ἀγγίζεις τὸ νοῦ μου καὶ πονεῖ τὸ βρέφος τῆς Ἄνοιξης!
Τιμωρεῖς τὸ χέρι μου καὶ στὰ σκότη λευκαίνεσαι!
Πάντα – πάντα περνᾷς τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ φτάσεις τὴ λάμψη.
Πάντα – πάντα τὴ λάμψη περνᾷς
γιὰ νὰ φτάσεις τὴ ψηλὰ τὰ βουνὰ τὰ χιονόδοξα.
Ὅμως τί τὰ βουνά; Ποιὸς καὶ τί στὰ βουνά;
Τὰ θεμέλειά μου στὰ βουνὰ
καὶ τὰ βουνὰ σηκώνουν οἱ λαοὶ στὸν ὦμο τους
καὶ πάνω τοὺς ἡ μνήμη καίει
ἄκαυτη βάτος!