Αὐτός, αὐτὸς κόσμος * ὁ ἴδιος κόσμος εἶναι
Ὁ σκυλεύοντας τὴν ἡδονὴ * ὁ βιάζοντας τὶς κρῆνες
Ὁ πάνω ἀπ΄ τοὺς Κατακλυσμοὺς * ὁ κάτω ἀπ΄ τοὺς Τυφῶνες
Ὁ γαμψός, ὁ κυφὸς * ὁ δασύς, ὁ πυρρὸς
Τὶς νύχτες μὲ τὴ σύριγγα * τὶς μέρες μὲ τὴ φόρμιγγα
Στὰ σκύρα τῶν πολιτειῶν * στοὺς ἀρτέμονες τῶν ἀγρῶν
Αὐτὸς ὁ πλατυκέφαλος * αὐτὸς ὁ μακρυκέφαλος
Ὁ ἑκούσιος * ὁ ἀκούσιος
Ὁ υἱὸς Ἀγγεὶθ * καὶ ὁ Σολομῶν

Αὐτός, αὐτὸς κόσμος * ὁ ἴδιος κόσμος εἶναι
Τῆς Ἄμπωτης καὶ τοῦ ὀργασμοῦ * τῶν τύψεων καὶ τῆς νέφωσης
Ὁ εὐρέτης τῶν ζῳδιακῶν * ὁ τολμητίας τῶν θόλων
Στὴν ἄκρη τῆς ἐκλειπτικῆς * κι ὅσο ποὺ φτάνει ἡ Χτίσις
Αὐτὸς ὁ ἴδιος κόσμος * αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι
Βούκινο, βούκινο * καὶ μάταιο νέφος μακρινό!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ

ΜΙΑΝ ἀπὸ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μέρες ἐκείνου τοῦ χειμῶνα, ἕνα πρωὶ Σαββάτου, σωρὸς αὐτοκίνητα καὶ μοτοσικλέτες ἐζώσανε τὸ μικρὸ συνοικισμὸ τοῦ Λευτέρη, μὲ τὰ τρύπια τενεκεδένια παράθυρα καὶ τ΄ αὐλάκια τῶν ὀχετῶν στὸν δρόμο. Καὶ φωνὲς ἄγριες βγάνοντας, ἐκατεβήκανε ἄνθρωποι μὲ χυμένη τὴν ὄψη στὸ μολύβι καὶ μαλλιὰ ὁλόισα ἴδιο ἄχερο. Προστάζοντας νὰ συναχτοῦν οἱ ἄντρες ὅλοι στὸ οἰκόπεδο μὲ τὶς τσουκνίδες. Καὶ ἦταν ἁρματωμένοι ἀπὸ πάνου ὡς κάτου, μὲ τὶς μποῦκες χαμηλὰ στραμμένες κατὰ τὸ μπουλοῦκι. Καὶ μεγάλος φόβος ἔπιανε τὰ παιδιά, ἐπειδὴ τύχαινε, σχεδὸν ὅλα, νὰ κατέχουνε κάποιο μυστικὸ στὴν τσέπη ἢ στὴν ψυχή τους. Ἀλλὰ τρόπος ἄλλος δὲν ἤτανε, καὶ χρέος τὴν ἀνάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στὴ γραμμή, καὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ μολύβι στὴν ὄψη, τὸ ἄχερο στὰ μαλλιὰ καὶ τὰ κοντὰ μαῦρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τοὺς τὸ συρματόπλεγμα. Καὶ κόψανε στὰ δυὸ τὰ σύγνεφα, ὅσο ποὺ τὸ χιονόνερο ἄρχισε νὰ πέφτει, καὶ τὰ σαγόνια μὲ κόπο κρατούσανε τὰ δόντια στὴ θέση τους, μήπως τοὺς φύγουν ἢ σπάσουνε.