ΑΥΤΟΣ
ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!
ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ἀκούσω ἀγέρα ἢ μουσικὴ
ποῦ κινοῦσα σὲ ξάγναντο νὰ βγῶ
(μίαν ἀπέραντη κόκκινη ἄμμο ἀνέβαινα
μὲ τὴ φτέρνα μου σβήνοντας τὴν Ἱστορία)
πάλευα τὰ σεντόνια Ἦταν αὐτὸ ποὺ γύρευα
καὶ ἀθῷο καὶ ριγηλὸ σὰν ἀμπελῶνας
καὶ βαθὺ καὶ ἀχάραγο σὰν ἡ ἄλλη ὄψη τ΄ οὐρανοῦ
Κάτι λίγο ψυχῆς μέσα στὴν ἄργιλο
Τότε εἶπε καὶ γεννήθηκεν ἡ θάλασσα
Καὶ εἶδα καὶ θαύμασα
Καὶ στὴ μέση της ἔσπειρε κόσμους μικροὺς κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή μου:
Ἵπποι πέτρινοι μὲ τὴ χαίτη ὀρθὴ
Καὶ γαλήνιοι ἀμφορεῖς
Καὶ λοξὲς δελφινιῶν ράχες
Ἡ Ἴος ἡ Σίκινος ἡ Σέριφος ἡ Μῆλος
«Κάθε λέξη κι ἀπό ‘να χελιδόνι
γιὰ νὰ σοῦ φέρνει τὴν Ἄνοιξη μέσα στὸ θέρος» εἶπε
Καὶ πολλὰ τὰ λιόδεντρα
Ποῦ νὰ κρησάρουν7 στὰ χέρια τοὺς τὸ φῶς
Κι ἐλαφρὸ ν’ ἁπλώνεται στὸν ὕπνο σου
Καὶ πολλὰ τὰ τζιτζίκια
Ποῦ νὰ μὴν τὰ νιώθεις
Ὅπως δὲν νιώθεις τὸν σφυγμὸ στὸ χέρι σου
Ἀλλὰ λίγο τὸ νερὸ
Γιὰ νὰ τὸ ‘χεῖς Θεὸ καὶ νὰ κατέχεις τί σημαίνει ὁ λόγος του
Καὶ τὸ δέντρο μονάχο του
Χωρὶς κοπάδι
Γιὰ νὰ τὸ κάνεις φίλο σου
Καὶ νὰ γνωρίζεις τ’ ἀκριβό του τ΄ ὄνομα
Φτενὸ στὰ πόδια σου τὸ χῶμα
Γιὰ νὰ μὴν ἔχεις ποὺ ν’ ἁπλώσεις ρίζα
Καὶ νὰ τραβᾷς τοῦ βάθους ὁλοένα
Καὶ πλατὺς ἐπάνου ὁ οὐρανὸς
Γιὰ νὰ διαβάζεις μόνος σου τὴν ἀπεραντοσύνη.
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152535455