Τότε ὁ Λευτέρης, ποὺ τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σὰ νά ΄χε πάρει ἀπάνω του τὴν ἀνημποριὰ ὁλάκερής της Οἰκουμένης, γύρισε καὶ «Λοχία» εἶπε «τί βαρυγκωμᾶς; Αὐτοὶ ποά ΄ναι ταγμένοι γιὰ τὴ ρέγγα καὶ τὸ χαλβά, σ΄ αὐτὰ πάντοτε θὰ ξαναγυρίζουν. Καὶ οἱ ἄλλοι στὰ δεφτέρια τους ποὺ δὲν ἔχουνε τελειωμό, καὶ οἱ ἄλλοι στὰ κρεβάτια τοὺς τὰ μαλακὰ ποὺ τὰ στρώνουν μὰ δὲν τὰ ὁρίζουν. Ἀλλὰ κάτεχε ὅτι μονάχα ἐκεῖνος ποὺ παλεύει τὸ σκοτάδι μέσα του θά ΄χει μεθαύριο μερτικὸ δικό του στὸν ἥλιο». Καὶ ὁ Ζώης: «Τί λοιπόν, θαρρεῖς ὅτι δὲν ἔχω κι ἐγὼ γυναῖκα καὶ χωράφια καὶ βάσανα τῆς καρδιᾶς ποὺ κάθομαι καὶ φυλάω δῶ νὰ στὶς ἐξορίες;» Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Λευτέρης: «Αὐτὰ ποὺ δὲν ἀγαπᾷ κανείς, αὐτὰ λοχία μου, νὰ φοβᾶται, τί τά ΄χει ἀπὸ τὰ πρὶν χαμένα κι ἂς τὰ σφίγγει ὅσο θέλει ἀπάνω του. Ἀλλὰ τὰ πράματα τῆς καρδιᾶς τρόπος δὲν εἶναι νὰ χαθοῦν, ἔννοιά σου, καὶ γά ΄ αυτά οἱ ἐξορίες δουλεύουν. Ἀργά-γρήγορα κεῖνοι ποὺ εἶναι νὰ τὰ βροῦν, θὰ τὰ βροῦν». Πάλι ρώτησε ὁ λοχίας Ζώης: «Καὶ ποιὸς λὲς τάχα τοῦ λόγου σου ὅτι θὰ τὰ βρεῖ;» Τότε ὁ Λευτέρης, ἀργά, δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλο: «Ἐσὺ κι ἐγὼ κι ὅτι ἄλλο δείξει, ἀδερφέ μου, ἡ ὥρα τούτη ποὺ μᾶς ἀκούει».