Σὲ μιὰ συνέντευξη ὁ Σαββόπουλος διηγεῖτο τὴν περίπτωση ἑνὸς χαϊφιντελίστα, ὁ ὁποῖος ρύθμιζε τὰ στερεοφωνικά του στὴν ἐντέλεια, καὶ μετὰ τὰ ἔκλεινε προσεκτικὰ καὶ ἔφευγε!

Τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο θέλει καὶ κατορθώνει νὰ παρουσιάσει ἡ ταινία ‘Πειρατικὸ Ραδιόφωνο’ (κυκλοφορεῖ καὶ μὲ τὸν τίτλο ‘The Boat that Rocked’), ἀνθρώπους παθιασμένους μὲ τὴν μουσική, ποὺ μπορεῖ νὰ φθάσουν κι ὣς τὸ σημεῖο νὰ προτιμοῦν νὰ πνιγοῦν στὸ πλοῖο ποὺ βυθίζεται, παρὰ νὰ χάσουν τὴν συλλογὴ τῶν δίσκων τους.

Ἡ ταινία παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τοῦ ρὸκ στὴν Ἀγγλία, εἶναι καλογυρισμένη, μὲ χιοῦμορ, εὐρηματική, ζωντανή, καὶ στὴν πραγματικότητα, ἔστω χωρὶς ἐπίγνωση γι’ αὐτό, ὑπερβαίνει τὴν ἀφορμή της. Παρόμοια αἰσθήματα μοῦ εἶχαν μεταδώσει, γιὰ παράδειγμα, οἱ εὐρωπαϊκὲς συναυλίες γιὰ τὸ ἔτος Μότσαρτ πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια.

Εἶναι τὸ πάθος γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωὴ καὶ τὶς σχέσεις ποὺ ἀναπτύσσουν μεταξύ τους ὅσοι τὸ συμμερίζονται. Γιὰ νὰ τὸ ἀναδείξει καλύτερα ἡ ταινία χρησιμοποιεῖ τὴν ἀντίθετη κατάσταση, ‘καθὼς πρέπει’ ὑπάλληλους τῆς ἐξουσίας ποὺ ἀπὸ σοβαροφάνεια δημιουργοῦσαν τεχνητὴ σύγκρουση, προασπίζοντας τάχα τὴν κλασικὴ μουσική, καὶ καταδιώκοντας τοὺς ροκάδες.