ΑΝΟΜΙΕΣ ἐμίαναν τὰ χέρια μου, πῶς νὰ τ΄ ἀνοίξω;
Κουστωδίες29 γεμίσανε τὰ μάτια μου, ποῦ νὰ κοιτάξω;
Γιοὶ τῶν ἀνθρώπων, τί νὰ πῶ;
Τὰ φριχτὰ σηκώνει ἡ γῆς κι ἡ ψυχὴ τὰ φριχτότερα!
Εὖγε πρώτη νεότης μου καὶ ἀδάμαστο χεῖλι
ποῦ τὸ βότσαλο δίδαξες τῆς τρικυμίας
καὶ στὶς μπόρες μέσα, τῆς βροντῆς ἀντιμίλησες
Εὖγε πρώτη νεότης μου!
Τόσο χῶμα στὶς ρίζες μου ἔριξες, ποὺ κι ἡ σκέψη μου χλόισε!
Τόσο φῶς μὲς στὸ αἷμα μου, ποὺ κι ἡ ἀγάπη μου πῆρε
τὸ κράτος καὶ τὸ νόημα τ΄ οὐρανοῦ.
Καθαρὸς εἶμαι ἀπ΄ ἄκρη σ΄ ἄκρη
καὶ στὰ χέρια τοῦ Θανάτου ἄχρηστο σκεῦος
καὶ στὰ νύχια τῶν ἀγροίκων λεία κακή.
Γιοὶ τῶν ἀνθρώπων, νὰ φοβοῦμαι τί;
Πάρετέ μου τὴ θάλασσα μὲ τοὺς ἄσπρους βοριάδες,
τὸ πλατὺ τὸ παράθυρο γεμάτο λεμονιές,
τὰ πολλὰ κελαηδίσματα, καὶ τὸ κορίτσι τὸ ἕνα
ποῦ καὶ μόνον ἂν ἄγγιξα ἡ χαρὰ τού μου ἄρκεσε
πάρετέ μου, τραγούδησα!
Πάρετέ μου τὰ ὄνειρα, πῶς νὰ διαβάσετε;
Πάρετέ μου τὴ σκέψη, ποῦ νὰ τὴν πεῖτε;
Καθαρὸς εἶμαι ἀπ΄ ἄκρη σ΄ ἄκρη.
Μὲ τὸ στόμα φιλώντας χάρηκα τὸ παρθένο κορμί.
Τὶς ἰδέες μου ὅλες ἐνησιώτησα.
Στὴ συνείδησή μου ἔσταξα λεμόνι.