ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινὴ καὶ ἀρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ΄ ἀκολουθοῦν κορίτσια κυανὰ
κι ἀλογάκια πέτρινα
μὲ τὸν τροχίσκο τοῦ ἥλιου στὸ πλατὺ μέτωπο.
Γενεὲς μυρτιᾶς μ΄ ἀναγνωρίζουν
ἀπὸ τότε ποὺ ἔτρεμα στὸ τέμπλο τοῦ νεροῦ,
ἅγιος, ἅγιος, φωνάζοντας.
Ὁ νικήσαντας τὸν Ἅδη καὶ τὸν Ἔρωτα σώσαντας,
αὐτὸς ὁ Πρίγκιπας τῶν Κρίνων.
Κι ἀπὸ κεῖνες πάλι τὶς πνοὲς τῆς Κρήτης,
μία στιγμὴ ζωγραφιζόμουν.
Γιὰ νὰ λάβει ὁ κρόκος ἀπὸ τοὺς αἰθέρες δίκαιο.
Στὸν ἀσβέστη τώρα τοὺς ἀληθινούς μου νόμους
κλείνω κι ἐμπιστεύομαι.
Μακάριοι, λέγω, οἱ δυνατοὶ ποὺ ἀποκρυπτογραφοῦνε τὸ Ἄσπιλο.
Γι΄ αὐτῶν τὰ δόντια ἡ ρόγα ποὺ μεθᾷ,
στῶν ἡφαίστειων τὸ στῆθος καὶ στὸ κλῆμα τῶν παρθένων.
Ἰδού, ἃς ἀκολουθήσουνε τὰ βήματά μου!
Σὲ χώρα μακρινὴ καὶ ἀρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα τὸ χέρι τοῦ Θανάτου
αὐτὸ χαρίζει τὴ Ζωὴ
καὶ ὁ ὕπνος δὲν ὑπάρχει.
Χτυπᾷ ἡ καμπάνα τοῦ μεσημεριοῦ
κι ἀργὰ στὶς πέτρες τὶς πυρρὲς χαράζονται τὰ γράμματα:
ΝΥΝ καὶ ΑΕΙ καὶ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αἰέν, αἰὲν καὶ νῦν τὰ πουλιὰ κελαηδοῦν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ τίμημα.