ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αἵματα * μὲ πορφύρωσαν
Καὶ χαρὲς ἀνείδωτες * μὲ σκιάσανε
Ὀξειδώθηκα μὲς στὴν * νοτιὰ τῶν ἀνθρώπων
Μακρινὴ Μητέρα * Ρόδο μου Ἀμάραντο.

Στ΄ ἀνοιχτὰ τοῦ πελάγου * μὲ καρτέρεσαν
Μὲ μπομπάρδες τρικάταρτες * καὶ μοῦ ρίξανε
Ἁμαρτία μου νά ΄χα * κι ἐγὼ μίαν ἀγάπη
Μακρινὴ Μητέρα * Ρόδο μου Ἀμάραντο.

Τὸν Ἰούλιο κάποτε * μισανοίξανε
Τὰ μεγάλα μάτια τῆς * μὲς στὰ σπλάχνα μου
Τὴν παρθένα ζωὴ μία * στιγμὴ νὰ φωτίσουν
Μακρινὴ Μητέρα * Ρόδο μου Ἀμάραντο.

Κι ἀπὸ τότε γύρισαν * καταπάνω μου
Τῶν αἰώνων ὄργητες * ξεφωνίζοντας
«Ὁ ποὺ σ΄ εἶδε, στὸ αἷμα * ζεῖ καὶ στὴν πέτρα»
Μακρινὴ Μητέρα * Ρόδο μου Ἀμάραντο.

Τῆς πατρίδας μου πάλι * ὁμοιώθηκα
Μὲς στὶς πέτρες ἄνθισα * καὶ μεγάλωσα
Τῶν φονιάδων τὸ αἷμα * μὲ φῶς ξεπληρώνω
Μακρινὴ Μητέρα * Ρόδο μου Ἀμάραντο.

ΙΕ΄

ΘΕΕ ΜΟΥ σὺ μὲ θέλησες καὶ νά, στὸ ἀνταποδίδω
Τὴ συγγνώμη δὲν ἔδωσα,
τὴν ἱκεσία δὲν ἔστερξα,
τὴν ἐρημιὰ τὴν ἄντεξα σὰν τὸ χαλίκι.
Τί, τί, τί ἄλλο μου μέλλεται;
Τὰ κοπάδια τῶν ἄστρων ὁδηγῶ στὴν ἀγκάλη σου
κι ἡ Αὐγὴ , πρὶν προλάβω, στὰ δίχτυά της μὲ παρασύρει,
ποῦ σὺ τὴ θέλησες!
Λόφους μὲ κάστρα καὶ πελάγη μὲ καρποφόρα
στεριώνω στὸν ἄνεμο
κι ἡ καμπάνα τὰ πίνει, ἀργά, τοῦ δειλινοῦ,
ποῦ σὺ τὴ θέλησες!
Ὑψώνω χόρτα σὰ νὰ φωνάζω μ΄ ὅλα τὰ φρένα μου
καὶ νὰ τὰ πάλι ποὺ καταπέφτουν
ἀπὸ τὸ κάμα τοῦ Ἰουλίου,
ποῦ σὺ θέλησες!
Τί λοιπόν, τί ἄλλο, τί νέο μου μέλλεται;
Ἰδοὺ ποὺ ἐσὺ μιλεῖς κι ἐγὼ ἀληθεύω.
Σφεντονάω τὴν πέτρα καὶ βρίσκει ἐπάνω μου.
Ὀρυχεῖα βαθαίνω καὶ τοὺς οὐρανοὺς ἐργάζομαι.
Τὰ πουλιὰ κυνηγῶ καὶ στὸ βάρος τοὺς χάνομαι.
Θεέ μου σὺ μὲ θέλησες καὶ νά, στὸ ἀνταποδίδω.
Τὰ στοιχεῖα ποὺ εἶσαι,
ἡμέρες καὶ νύχτες,
ἥλιοι κι ἀστέρες, θύελλες καὶ γαλήνη,
ἀνατρέπω στὴν τάξη κι ἐναντίον τὰ βάζω
τοῦ δικοῦ μου θανάτου,
ποῦ σὺ τὸν θέλησες!