Ἰβ΄

Ἀνοίγω τὸ στόμα μου * κι ἀναγαλλιάζει τὸ πέλαγος
Καὶ παίρνει τὰ λόγιά μου * στὶς σκοτεινές του σπηλιὲς
Καὶ στὶς φώκιες τὶς μικρὲς * τὰ ψιθυρίζει
τὶς νύχτες ποὺ κλαὶν * τῶν ἀνθρώπων τὰ βάσανα.

Χαράζω τὶς φλέβες μου * καὶ κοκκινίζουν τὰ ὄνειρα
Καὶ τσέρκουλα30 γίνονται * στὶς γειτονιὲς τῶν παιδιῶν
Καὶ σεντόνια στὶς κοπὲ * λὲς ποὺ ἀγρυπνοῦνε
Κρυφὰ γιὰ ν΄ ἀκοῦν * τῶν ἐρώτων τὰ θαύματα.

Ζαλίζει τ΄ ἁγιόκλημα * καὶ κατεβαίνω στὸν κῆπο μου
Καὶ θάβω τὰ πτώματα * τῶν μυστικῶν μου νεκρῶν
Καὶ τὸ λῶρο τὸ χρυσὸ * τῶν προδομένων
Ἀστέρων τοὺς κὸ * βῶ νὰ πέσουν στὴν ἄβυσσο.

Σκουριάζουν τὰ σίδερα * καὶ τιμωρῶ τὸν αἰῶνα τους
Ἐγὼ ποὺ δοκίμασα * τὶς μυριάδες αἰχμὲς
Κι ἀπὸ γιούλια καὶ νάρκισ * σοὺς τὸ καινούργιο
Μαχαῖρι ἑτοιμὰ * ζῶ ποὺ ἁρμόζει στοὺς Ἥρωες.

Γυμνώνω τὰ στήθη μου * καὶ ξαπολυοῦνται οἱ ἄνεμοι
Κι ἐρείπια σαρώνουνε * καὶ χαλασμένες ψυχὲς
Κι ἀπ΄ τὰ νέφη τὰ πυκνὰ * τῆς καθαρίζουν
Τὴ γῆ, νὰ φανοῦν * τὰ Λιβάδια τὰ Πάντερπνα!

ΙΖ΄

ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινὴ καὶ ἀναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ΄ ἀκολουθοῦν ἀνάλαφρα πλάσματα
μὲ τοὺς ἰριδισμοὺς τοῦ πόλου στὰ μαλλιὰ
καὶ τὸ πρᾶο στὸ δέρμα χρυσάφισμα.
Μὲς στὰ χόρτα προβαίνω, μὲ τὸ γόνατο πλώρη
κι ἡ ἀνάσα μου διώχνει ἀπ΄ τὴν ὄψη τῆς γῆς
τὶς στερνὲς τολύπες τοῦ ὕπνου.
Καὶ τὰ δέντρα βαδίζουν στὸ πλάι μου, ἐναντίον τοῦ ἀνέμου.
Μεγάλα μυστήρια βλέπω καὶ παράδοξα:
Κρήνη τὴν κρύπτη τῆς Ἑλένης.
Τρίαινα μὲ δελφίνι τὸ σημάδι τοῦ Σταυροῦ.
Πύλη λευκὴ τὸ ἀνόσιο συρματόπλεγμα.
Ὅθε μὲ δόξα θὰ περάσω.
Τὰ λόγια ποὺ μὲ πρόδωσαν καὶ τὰ ραπίσματα ἔχοντας
γίνει μυρτιὲς καὶ φοινικόκλαρα:
Ὡσαννὰ σημαίνοντας ὁ ἐρχόμενος!
Ἡδονὴ καρποῦ βλέπω τὴ στέρηση.
Ἐλαιῶνες λοξοὺς μὲ γαλάζιο ἀνάμεσα στὰ δάχτυλα
τοὺς χρόνους τῆς ὀργῆς πίσω ἀπ΄ τὰ σίδερα.
Καὶ γιαλὸν ἀπέραντο, ἀπὸ μαγγανεία31 ὡραίων ματιῶν βρεμένο,
τὸν βυθὸ τῆς Μαρίνας.
Ὀποῦ ἁγνὸς θὰ περπατήσω.
Τὰ δάκρυα ποὺ μὲ πρόδωσαν καὶ οἱ ταπεινώσεις ἔχοντας
γίνει πνοὲς καὶ ἀνέσπερα πουλιά:
Ὡσαννὰ σημαίνοντας ὁ ἐρχόμενος!
Σὲ χώρα μακρινὴ καὶ ἀναμάρτητη τώρα πορεύομαι.

ΙΗ΄