α΄

Στὸν πηλὸ τὸ στόμα * μου ἀκόμη καὶ σὲ ὀνόμαζε
Ρόδινο νεογνὸ * στικτὴ πρώτη δροσιὰ
Κι ἀπὸ τότε σου ‘πλάθε * βαθιὰ χαράματα
Τὴ γραμμὴ τῶν χειλιῶν * καὶ τὸν καπνὸ τῆς κόμης
Τὴν ἄρθρωσή σου ΄δινε * καὶ στὸ λάμδα καὶ στὸ ἔψιλον23
Τὴν ἀέρινη ἄσφαλτη * περπατηξιὰ

Κι ἀπ΄ τὴν ἴδια ἐκείνη * στιγμὴ μέσα μου ἀνοίγοντας
Ἄγνωστη φυλακὴ * φαιὰ κι ἄσπρα πουλιὰ
Στὸν αἰθέρα ἐρίζοντας * ἀνέβηκαν κι ἔνιωσα
Πῶς γιὰ σένα τὰ αἵματα * γιὰ σένα τὰ δάκρυα
Στοὺς αἰῶνες τὸ πάλεμα * τὸ φριχτὸ καὶ τὸ ὑπέροχο
Ἡ σαγήνη γιὰ σένα καὶ * ἡ ὀμορφιὰ

Στὰ πνευστὰ τῶν δέντρων * καὶ κρούοντας ὁ πυρρίχιος
Δόρατα καὶ σπαθιὰ * νὰ λὲς ἄκουσα Ἐσὺ
Μυστικὰ προστάγματα * καὶ παρθενοβίωτα
Μὲ τὴν ἔκλαμψη πράσινων * ἀστέρων λόγια
Καὶ πάνω ἀπ΄ τὴν ἄβυσσο * αἰωρούμενη γνώρισα
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ * ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ξημερώνοντας τ΄ Ἁγιαννιοῦ, μὲ τὴν αὔριο τῶν Φώτων, λάβαμε τὴ διαταγὴ νὰ κινήσουμε πάλι μπροστά, γιὰ τὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ σκόλες. Ἔπρεπε, λέει, νὰ πιάσουμε τὶς γραμμὲς ποὺ κρατούσανε ὡς τότε οἱ Ἀρτινοί, ἀπὸ Χειμάρρα ὡς Τεπελένι. Λόγω ποὺ ἐκεῖνοι πολεμούσανε ἀπ΄ τὴν πρώτη μέρα, συνέχεια, καὶ εἶχαν μείνει σχεδὸν οἱ μισοὶ καὶ δὲν ἀντέχανε ἄλλο.