Μόνο τῆς θύρας χτύπημα κι ὅταν ἀνοίξεις πιὰ κανεὶς
Μήτε σημάδι κὰν χεριοῦ στὴ λίγη πάχνη τῶν μαλλιῶν
Χρόνους πολλοὺς κι ἂν καρτερῶ γαληνεμὸ δὲν ἔλαβα
Στῶν ἀδερφῶν τὴ μοιρασιά μου δόθη ὁ κλῆρος ὁ λειψὸς
Ἡ πετροκόλλητη σαγὴ24
καὶ τὸ ζακόνι25 τῶν φιδιῶν.

Γ΄

ΤΟΝ πλοῦτο δὲν ἔδωκες ποτὲ σὲ μένα
τὸν ὁλοένα ἐρημούμενο ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν Ἠπείρων
κι ἀπ΄ αὐτὲς πάλι ἀλαζονικά, ὁλοένα, δοξαζόμενο!
Ἔλαβε τὸν Βότρυ26 ὁ Βορρᾶς
καὶ τὸν Στάχυ ὁ Νότος
τὴ φορὰ τοῦ ἀνέμου ἐξαγοράζοντας
καὶ τῶν δέντρων τὸν κάματο δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς
ἀνόσια ἐξαργυρώνοντας.
Ἄλλο ἐγώ,
πάρεξ θυμάρι στὴν καρφίδα τοῦ ἥλιου δὲν ἐγνώρισα
καὶ πάρεξ
τὴ σταγόνα τοῦ νεροῦ στ΄ ἄκοπα γένια μου δὲν ἔνιωσα
μὰ τραχὺ τὸ μάγουλο ἔθεσα στὸ τραχύτερο τῆς πέτρας
αἰῶνες καὶ αἰῶνες.
Ἐκοιμήθηκα πάνω στὴν ἔγνοια τῆς αὐριανῆς ἡμέρας
ὅπως ὁ στρατιώτης ἐπάνω στὸ ντουφέκι του.
Καὶ τὰ ἐλέη τῆς νύχτας ἐρεύνησα
ὅπως ὁ ἀσκητὴς τὸ Θεό του.
Ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα μου ἔδεσαν διαμάντι
καὶ στὰ κρυφά μου ἀντικαταστήσανε τὴν παρθένα τοῦ βλέμματος.
Ἐζυγίσανε τὴ χαρά μου καὶ τὴ βρήκανε, λέει, μικρὴ
καὶ τὴν πατήσανε χάμου σὰν ἔντομο.
Τὴ χαρά μου πατήσανε καὶ στὴν πέτρα τὴν κλείσανε
καὶ στερνὰ τὴν πέτρα μου ἀφήσανε,
τὴν τρομερὴ ζωγραφιά μου.
Μὲ πελέκι βαρὺ τὴ χτυποῦν, μὲ σκαρπέλο σκληρὸ τὴν τρυποῦν,
μὲ καλέμι πικρὸ τὴ χαράζουν, τὴν πέτρα μου.
Κι ὅσο τρώει τὴν ὕλη ὁ καιρός, τόσο βγαίνει πιὸ καθαρὸς
ὁ χρησμὸς ἀπ΄ τὴν ὄψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ΄ ΑΓΑΛΜΑΤΑ