ΙΒ΄

ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ μεσάνυχτα, στοὺς ὀρυζῶνες τοῦ ὕπνου
ἄπνοια ποὺ μὲ τυραννᾷ καὶ κακὸ κουνοῦπι τῆς Σελήνης!
Τὰ σεντόνια παλεύω καὶ τὰ μάτια πηχτὰ
στὸ σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:
Ἄνεμοι γέροντες γενειοφόροι
τῶν παλαιῶν μου θαλασσῶν φρουροὶ καὶ κλειδοκράτορες
ἐσεῖς ποὺ κατέχετε τὸ μυστικὸ
σύρετέ μου στὰ μάτια ἕνα δελφίνι
Στὰ μάτια ἕνα δελφίνι σύρετέ μου
νά ῾ναι ταχύ, κι ἑλληνικό, καὶ νά ΄ναι ἡ ὥρα ἕντεκα!
Νὰ περνᾷ καὶ νὰ σβήνει τὴν πλάκα τοῦ βωμοῦ
καὶ ν΄ ἀλλάζει τὸ νόημα τοῦ μαρτυρίου
Οἱ ἀφροὶ τοῦ λευκοὶ ν΄ ἀναπηδοῦν ἐπάνω
τὸν Ἱέρακα καὶ τὸν Ἱερέα νὰ πνίξουν!
Νὰ περνᾷ καὶ νὰ λύνει τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ
καὶ στὰ δέντρα τὸ ξύλο νὰ ἐπιστρέφει
Ὁ βαθὺς τριγμὸς νὰ μοῦ θυμίζει ἀκόμη
ὅτι αὐτὸς ποὺ εἶμαι, ὑπάρχω!
Ἡ οὐρά του ἡ πλατιὰ νὰ μοῦ αὐλακώνει
ἀπὸ τὸ δρόμο ἀνεχάραγο τὴ μνήμη
Καὶ στὸν ἥλιο πάλι νὰ μὲ ἀφήνει
σὰν ἀρχαῖο χαλίκι τῶν Κυκλάδων!
Τὰ σεντόνια παλεύω καὶ τὰ χέρια τυφλὰ
στὸ σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:
Ἄνεμοι γέροντες γενειοφόροι
τῶν παλαιῶν μου θαλασσῶν φρουροὶ καὶ κλειδοκράτορες
ἐσεῖς ποὺ κατέχετε τὸ μυστικὸ
στὴν καρδιά μου τὴν Τρίαινα χτυπήσετέ μου
καὶ σταυρώσετέ μου τὴν μὲ τὸ δελφίνι
Τὸ σημεῖο ποὺ εἶμαι ἀλήθεια ὁ ἴδιος
μὲ τὴν πρώτη νεότητα ν΄ ἀνέβω
στὸ γλαυκὸ τ΄ οὐρανοῦ – κι ἐκεῖ νὰ ἐξουσιάσω!

ΙΓ´