ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ

Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔφτασαν ἐπιτέλους ὕστερα ἀπὸ τρεῖς σωστὲς ἑβδομάδες οἱ πρῶτοι στὰ μέρη μας ἡμιονηγοί. Καὶ ἔλεγαν πολλὰ γιὰ τὶς πολιτεῖες ποὺ διάβηκαν, Δέλβινο, Ἅγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Καὶ ξεφόρτωναν τὴ ρέγγα καὶ τὸ χαλβὰ κοιτάζοντας νὰ ξετελέψουν μία ὥρα ἀρχύτερα καὶ νὰ φύγουνε. Ὅτι δὲν ἦταν συνηθισμένοι καὶ τοὺς ἐτρόμαζε τὸ βρόντισμα στὰ βουνὰ καὶ τὸ μαῦρο γένι στὴ φαγωμένη τὴν ὄψη μας.

Καὶ συνέβηκε τότες ἕνας ἀπ΄ αὐτοὺς νά ΄χει μαζί του κάτι παλιὲς ἐφημερίδες. Καὶ διαβάζαμε ὅλοι ἀπορημένοι, μ΄ ὅλο ποὺ τά ΄χαμε κιόλας ἀκουστά, πὼς ἐπανηγύριζαν στὴν πρωτεύουσα καὶ πὼς ὁ κόσμος ἐσήκωνε, λέει, ψηλὰ στὰ χέρια τοὺς φαντάρους ποὺ γυρίζανε μὲ ἄδειες ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς Πρέβεζας καὶ τῆς Ἄρτᾳς. Καὶ σημαίνανε ὅλη μέρα οἱ καμπάνες, καὶ τὸ βράδυ στὰ θέατρα λέγανε τραγούδια καὶ παριστάνανε στὴ σκηνὴ τὴ ζωή μας γιὰ νὰ χειροκροτεῖ ὁ κοσμάκης.

Βαρειὰ σιωπὴ ἔπεσε ἀνάμεσά μας, ἐπειδὴ κι ἡ ψυχή μας εἶχε μῆνες τώρα μέσα στὶς ἐρημιὲς ἀγριέψει, καί, χωρὶς νὰ τὸ λέμε, πολὺ λογαριάζαμε τὰ χρόνιά μας. Μάλιστα μία στιγμὴ δάκρυσε ὁ λοχίας ὁ Ζώης κι ἔκανε πέρα τὰ χαρτιὰ μὲ τὶς εἰδήσεις τοῦ κόσμου, ἀνοίγοντας τὰ πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Καὶ οἱ ἄλλοι ἐμεῖς δὲ λέγαμε τίποτε, μονάχα μὲ τὰ μάτια τοῦ δείχναμε κάτι σὰν εὐγνωμοσύνη.