ΑΥΤΟΣ
ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας

“ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θὰ δεῖς τὴν ἐρημιὰ
καὶ θὰ τῆς δώσεις τὸ δικό σου νόημα, εἶπε
Πρὶν ἀπὸ τὴν καρδιά σου ΄θα ΄ναι αὐτὴ
καὶ μετὰ πάλι αὐτὴ θ΄ ἀκολουθήσει
Τοῦτο μόνο νὰ ξέρεις:
Ὅ,τι σώσεις μὲς στὴν ἀστραπὴ καθαρὸ στὸν αἰῶνα θὰ διαρκέσει»
Καὶ ψηλὰ πολὺ πάνω ἀπ΄ τὰ κύματα
ἔστησε τὰ χωριὰ τῶν βράχων
Ἐκεῖ σκόνη ἔφτανε ὁ ἀφρὸς
ἄπλερη γίδα εἶδα νὰ γλείφει τὶς ρωγμὲς
μὲ τὸ μάτι λοξὸ καὶ τὸ λίγο κορμὶ σὰ χαλαζίας
Ἔζησα τὶς ἀκρίδες καὶ τὴ διψὰ καὶ τὰ τραχιὰ στὶς ἀρμοσιὲς τοὺς δάχτυλα
χρόνους τακτοὺς ὅσους ἡ Γνώση ὁρίζει
Στὰ χαρτιὰ σκυφτὸς καὶ στὰ βιβλία τ΄ ἀπύθμενα
μὲ σκοινὶ λιανὸ κατεβαίνοντας
νύχτες καὶ νύχτες
τὸ λευκὸ ἀναζήτησα ὡς τὴν ὕστατη ἔνταση
τοῦ Μαύρου τὴν ἐλπίδα ὡς τὰ δάκρυα
τὴ χαρὰ ὡς τὴν ἄκρα ἀπόγνωση
νὰ σταλθεῖ βοήθεια τότε κρίθηκε ἡ στιγμὴ
καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσε στὶς βροχὲς
κελαρύσανε ὅλη μέρα ρυάκια
ἔτρεξα σὰν τρελὸς
στὶς πλαγιὲς ἔσχιζα σχῖνο καὶ πολὺ μύρτο μὲς στὴ φοῦχτα μου ἔδωσα
νὰ δαγκάσουνε οἱ πνοὲς
«Ἡ ἁγνότητα, εἶπε, εἶναι αὐτὴ
στὶς πλαγιὲς τὸ ἴδιο καὶ στὰ σπλάχνα σου»
Καὶ τὰ χέρια του ἅπλωσε ὅπως κάνει
γέροντας γνωστικὸς Θεὸς γιὰ νὰ πλάσει μαζὶ πηλὸ καὶ οὐρανοσύνη
Λίγο μόλις πυράχτωσε τὶς κορφὲς
ἀλλ΄ ἀδάγκωτο πράσινο στὶς ρεματιὲς τὸ χόρτο κάρφωσε
μέντα, λεβάντα, λουΐζα
καὶ μικρὲς πατημασιὲς ἀρνιῶν
ἢ ἀλλοῦ πάλι ἀπὸ τὰ ὕψη πέφτοντας
οἱ ψιλὲς κλωστὲς τὸ ἀσῆμι, δροσερὰ μαλλιὰ κοπέλας ποὺ εἶδα καὶ ποὺ ἐπόθησα
Ὑπαρκτὴ γυναῖκα
«Ἡ ἁγνότητα, εἶπε, εἶναι αὐτή»
καὶ γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα τὸ σῶμα
φιλιὰ δόντια μὲ δόντια· ὕστερα ἕνας μεσ’ στὸν ἄλλο
Τρικύμισα
ὅπως κάβος πάτησα βαθειὰ
ποὺ ἀέρα πήρανε οἱ σπηλιὲς
Ἠχὼ μὲ τὸ λευκὸ σαντάλι πέρασε μία στιγμὴ
γοργὰ κάτω ἀπὸ τὰ νερὰ ἡ ζαργάνα
καὶ ψηλὰ τὸ λόφο ἔχοντας πόδι.
Καὶ τὸν ἥλιο κεφάλι κερασφόρο13
ν΄ ἀνεβαίνει Ἀβάδιστος εἶδα Ὁ Μέγας Κριὸς
Καὶ αὐτὸς ἀλήθεια ποὺ ἤμουνα Ὁ πολλοὺς αἰῶνες πρὶν
Ὁ ἀκόμη χλωρὸς μὲς στὴν φωτιὰ Ὁ ἄκοπος ἀπ΄ τὸν οὐρανὸ
ψιθύρισε ὅταν ρώτησα:
-Τί τὸ καλό; Τί τὸ κακό;
– Ἕνα σημεῖο. Ἕνα σημεῖο,
καὶ σ΄ αὐτὸ πάνω ἰσορροπεῖς καὶ ὑπάρχεις
κι ἀπ΄ αὐτὸ πιὸ πέρα ταραχὴ καὶ σκότος
κι ἀπ΄ αὐτὸ πιὸ πίσω βρυγμὸς τῶν ἀγγέλων
-Ἕνα σημεῖο. Ἕνα σημεῖο
καὶ σ΄ αὐτὸ μπορεῖς ἀπέραντα νὰ προχωρήσεις
ἢ ἀλλιῶς τίποτε δὲν ὑπάρχει πιὰ
Καὶ ὁ ζυγὸς πού, ἀνοίγοντας τὰ χέρια μου, ἔμοιαζε
νὰ ζυγιάζει τὸ φῶς καὶ τὸ ἔνστικτο ἤτανε