“Οἱ ἀρχαῖοι σοφοὶ δίδασκαν καὶ βίωναν τὴν ἡσυχία, τὴν ξενιτεία, τὴν ἐγκράτεια, τὴν σιωπή. Αἴφνης ὁ Ἐπιμενίδης, παραδίδει ὁ Διογένης Λαέρτιος, ἔζησε σὲ σπηλιὰ τρώγοντας χόρτα. Ὁ Πυθαγόρας ἔπραξε τὸ ἴδιο … Ὁ Δημόκριτος κατοικοῦσε τάφους … ὁ Ἐπίκουρος δίδασκε στὸν ἀπομονωμένο Κῆπο τὴν ταπεινότητα τοῦ λάθε βιώσας. Ὁ Θαλῆς, πάλι, προέτρεπε τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἀγρυπνία καὶ τὸ παράδειγμά του ἀκολούθησαν οἱ Πυθαγόρειοι καὶ οἱ Στωικοί. Ἡ σιωπὴ ἐθεωρεῖτο ὑψίστη ἀξία στὴν Σπάρτη καὶ στὴν Κρήτη, ἀποτελοῦσε δὲ κανόνα γιὰ τοὺς Πυθαγορείους καὶ ὅσους ἀκολουθοῦσαν τὴν βιοτή τους. Ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ σκεπτικισμοῦ Πύρρων ζοῦσε ἐρημιτικὰ ἀδιαφορῶντας γιὰ τὰ ἐγκόσμια … ὁ Πλωτῖνος προέτρεπε σὲ φυγὴ ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο … Ἐπὶ πλέον ἐφήρμοζαν τὴν χαμευνία καὶ θεωροῦσαν τὴν φτώχεια ἀγαθὸ γιατὶ πίστευαν ὅτι ἡ πολυτέλεια συνδέεται μὲ τὴν ἠθικὴ παρακμή. Ὁ Ἐπίκτητος δὲν ὑστεροῦσε: δίδασκε ἐπίσης τὴν ῥῆξι μὲ τὰ κρατοῦντα ἤθη, τὴν μνήμη θανάτου καὶ τὴν κάθαρσι τῆς ψυχῆς ἀντὶ ἐκείνης τοῦ σώματος, ὑπογράμμιζε τὴν ἀξία τῆς ἁγιότητος καὶ ἀνεγνώριζε τὴν γενετήσια σχέσι μόνο γιὰ λόγους ἀναπαραγωγῆς. Ἡ ἀγαμία καὶ ἡ χορτοφαγία βρῆκαν ὑποστηρικτὲς στὸ πρόσωπο τοῦ Πλάτωνος καὶ στὴν διδασκαλία τοῦ Πορφυρίου καὶ τοῦ Πρόκλου, ἐνῷ Στωικοὶ καὶ Νεοπυθαγόρειοι προέτρεπαν τοὺς ἀνθρώπους σὲ καθημερινὸ ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως”.[481]