Εἶναι γνωστὸ ὅτι νομοθέτες ὅπως ὁ Σόλων ἢ ὁ Δράκων, “μᾶλλον κωδικοποίησαν τοὺς ἄγραφους νόμους ποὺ ὑπῆρχαν, παρὰ ποὺ δημιούργησαν καινούργιους”,[452] νομοθέτες ὅπως ὁ Λυκοῦργος “θεωροῦσαν ὅτι τοὺς εἶχε φωτίσει ὁ Ἀπόλλων, καὶ ἀποτελοῦσε ἀκόμη ἔθιμο οἱ νομοθέτες νὰ προσφεύγουν στὸ μαντεῖο του στοὺς Δελφοὺς καὶ νὰ ἐξασφαλίζουν ἂν ὄχι τὴν συμβουλή του, τοὐλάχιστον τὴν ἐπικύρωση ἐκ μέρους του τῶν σχεδίων τους”,[453] ἐνῷ, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ ἴδιος ὁ Πυθαγόρας, παρὰ τὰ ὅσα ἰσχυρίζεται τὸ ὄνομά του, δὲν ὑπῆρξε ἁπλὴ ἠχὼ τῶν Δελφῶν.

Συμβαίνει λοιπὸν ἀνταπόκριση ἀνάμεσα στὴν πολιτικὴ διεργασία (γιὰ τὴν ὁποία μιλῶντας ὡς πολιτική, καλύτερα νὰ λησμονούσαμε τί ἀντιπροσωπεύει ὁ ὅρος στὶς σημερινὲς ‘δημοκρατίες’), καὶ τὴν νομοθετικὴ σύμβαση ὡς ἐξωπολιτικὴ προϋπόθεση, ἀμφότερων ἐποπτευόμενων ἀπὸ τὴν θεολογικὴ κοσμολογία ἡ ὁποία προϋποτίθεται συνεχῶς, ὥστε “καμμιά πραγματικὴ μεταρρύθμιση τῶν θεμελίων τῆς πολιτικῆς σκέψης δὲν μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθεῖ χωρὶς [νὰ ἔχει τὶς ρίζες της σὲ προηγούμενη καὶ ἐσωτερικὴ τῆς κοινωνίας] ἀντίστοιχη μεταρρύθμιση τῶν ἰδεῶν τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν ὅλη φύση τῆς πραγματικότητας”.[454] Ὁ μεταρρυθμιστὴς δὲν μποροῦσε νὰ προτείνει ὁτιδήποτε ἀπολύτως, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἡ συνείδηση τῆς Πόλεως θὰ ἀναγνώριζε ἱερὸ μαζὶ καὶ οἰκεῖο της, τοὐλάχιστον ὣς ἕνα βαθμό, πέρα τοῦ ὁποίου θὰ τὸ ἀπέβαλλε ὡς ξένο καὶ βέβηλο. Ἑπομένως κάθε ὑποψήφιος θεσμὸς ἔπρεπε νὰ εἶναι ἤδη ἐγγεγραμμένος στὴν οὐσία τῆς παραδοσιακῆς θεολογικῆς, κοσμολογικῆς καὶ πολιτικῆς παράδοσης καὶ συζήτησης. Ὅποιο μειονέκτημα κι ἂν ἔχει ὁ ἑλληνικὸς βίος, πάντως δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὑπαρξιακὴ ἀσυναρτησία καὶ ψυχικὴ διάλυση, καταστάσεις ποὺ οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἔπαψαν ποτέ νὰ ἀντιλαμβάνονται ὡς ἀσθένειες.