Ὁ πολίτης ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν θεοπρεπῆ οὐσία τῆς Πόλης, ὅπου τὸν βίο ἀνιχνεύει ἱερὴ συζήτηση καὶ πειθώ, Ζεὺς ἀγοραῖος,[482] δὲν θεωρεῖται παράνομος, περιθωριακός, ἀκοινώνητος, ψυχασθενής, ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ μίασμα. Νὰ βλάψεις κάποιον ἄνθρωπο ἢ τὴν Πόλη στὸ σύνολό της, καὶ νὰ προσβάλεις τὸν Θεό, ταυτίζονται, τὸ δὲ κακὸ ποὺ προκαλεῖ ὁ μιαρὸς ἄνθρωπος οὕτως ἢ ἄλλως ἀφορᾶ στὴν Πόλη — δὲν θὰ τὸ ἔκανε, ἂν ἡ ἴδια ἡ Πόλη δὲν εἶχε γίνει βέβηλη.

Ἔτσι, ἤδη πρὶν ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ ἐκδίκηση ἔχανε τὸ νόημά της, ὁ Πλάτων καταλάβαινε ὅτι ἀντὶ ὀφθαλμοῦ δὲν παίρνεις ἀλλὰ δίνεις καὶ τὸν ἄλλο σου ὀφθαλμό, συμβούλευε πὼς ὁ δίκαιος ἄνθρωπος “οὔτε ἀντιδικεῖ, οὔτε κακοποιεῖ κανέναν, ὁτιδήποτε ἂν παθαίνει ἀπὸ αὐτούς”,[483] ἐνῷ ἡ τραγικὴ ποίηση δίδασκε πὼς ἡ Πόλη ποὺ περιθάλπει τὸν μιαρὸ ἄνθρωπο εἶναι εὐλογημένη: καθένας κάνει τὸ ἔργο ποὺ ταιριάζει στὴν φύση του, καὶ “δὲν εἶναι ἔργο τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου νὰ βλάπτει … οὔτε φίλο του, οὔτε ἄλλον κανένα, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ ἐνάντιου, τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου”.[484]