Παρομοίως γιὰ τὴν ἐργασία καὶ τὴν ἀεργία. Παρασιτικὸς στὸν Ὅμηρο εἶναι κάθε βίος, ἄεργος ἢ μή, ἂν ἔχει ἀποκλείσει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐγώ: “ἀμέσως τώρα νὰ πέθαινα”, εὔχεται ὁ Ἀχιλλέας, “ἀφοῦ δὲν ἦταν νὰ βοηθήσω τὸν φίλο μου τὴν ὥρα ποὺ τὸν σκότωναν … ἀλλὰ κάθομαι κοντὰ στὰ πλοῖα, ἄχρηστο βάρος τῆς γῆς, ἂν καὶ εἶμαι στὸν πόλεμο καλύτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἀχαιούς”.[467]

Τὸ βαρβαρικὸ καθεστὼς ἐνισχύοντας φόβο καὶ ὑποκρισία κάνει ὅ,τι κάθε θνητὴ σωφροσύνη κυριαρχίας συμβάσεων, δικαιωμάτων, κανόνων καὶ διαταγῶν, προσπαθεῖ νὰ παραχώσει τὸν ἄνθρωπο ὑπὸ γῆς ἄνουν, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Πλάτων. Τρέφεται ἐξίσου ἀπὸ τὴν ὑπακοή, τὴν ἐξέγερση, τὴν κολακεία καὶ τὴν περιφρόνηση, ἐχθρεύεται τὸν ἔρωτα γιατὶ μόνο αὐτὸς τὸ καταργεῖ. Ὅ,τι ὁ Βερνὰν ἀναγνωρίζει στὴν ἀρχαία Πόλη σωστὰ ἀλλὰ κάπως ‘συγκεχυμμένα’ ὡς “ἀνανεωτικὴ προσπάθεια … συνάμα θρησκευτική, νομική, πολιτικὴ καὶ οἰκονομική”,[468] σημαίνει θεμελίωση τοῦ κοινοῦ βίου στὴν τιμὴ τῶν ἡρώων, ἀνθρώπων ποὺ ὑπερέβησαν τὸ ἐφήμερο στὴν ἰσόθεη φιλία τους. Ἡ Πόλις συστάθηκε γιὰ νὰ φέρει μὲ δύναμη τὴν συνύπαρξή τους σὲ προοπτικὴ αἰώνια μαζὶ καὶ ἱερή.