“Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ καταλάβει κανείς, θὰ παρομοίαζα κάπως τὸ ὄνομα τοῦ Δία μὲ ἕνα λόγο τὸν ὁποῖο διαιροῦμε καὶ χρησιμοποιοῦμε ἄλλοι τὸ ἕνα μέρος του καὶ ἄλλοι τὸ ἄλλο, γιατὶ ἄλλοι τὸν ἀποκαλοῦν Ζῆνα καὶ ἄλλοι Δία, τὰ ὁποῖα ὅταν συνδέονται σὲ ἕνα, φανερώνουν ποιὰ εἶναι ἡ φύση τοῦ Θεοῦ … Γιατὶ δὲν ὑπάρχει οὔτε γιὰ μᾶς οὔτε γιὰ ἄλλον κανένα καμμιά αἰτία τῆς ζωῆς μεγαλύτερη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα καὶ βασιλιᾶ ὅλων. Συμβαίνει λοιπὸν σωστὰ νὰ ὀνομάζεται ὁ Θεὸς αὐτὸς πὼς εἶναι γιὰ τὸν ὁποῖο (δι’ ὃν) ζωὴ ἔχουν διαρκῶς ὅλα ὅσα ζοῦν (ζῆν ἀεὶ πᾶσι τοῖς ζῶσιν ὑπάρχει), κι ἔχει χρησιμοποιηθεῖ, ὅπως λέω, ἂν καὶ εἶναι ἕνα τὸ ὄνομά του, χωρισμένο, ὡς Δίας καὶ Ζεῦς”.[519]

Ἔτσι γίνεται καλύτερα ἀντιληπτὴ ἡ ἱερότητα τῶν φυσικῶν δυνάμεων (κυριώτερα τῶν ἀκουστῶν, βροχῆς, ἀέρα, κλπ), καὶ ὅλων ὅσα συμβαίνουν χωρὶς μεσολάβηση τῆς ἀνθρώπινης ἀπόφασης, σχεδὸν εἰσβάλλοντας στὸν ἀνθρώπινο βίο γιὰ νὰ ἀνακοινώσουν τὴν Θεότητα. Σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα ἡ ὅραση εἶναι θεῖο χάρισμα ἐπειδὴ μὲ τὴν συνδρομή της ὁ ἄνθρωπος ἔφθασε στὴν φιλοσοφία καὶ διαπίστωσε τὴν συγγένειά του μὲ τὸν Θεό. Τὸ ἴδιο ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ ὁμιλία εἶναι δυνάμεις ποὺ προσκαλοῦν τὴν ψυχὴ νὰ ἐγείρεται.[520]