Τὸ εἶπε ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος, πὼς ἦταν ὁ Διογένης ἀλλὰ μ’ ἕνα διαφορετικὸ τρόπο. “Στὸ πρόσωπο ὅλης τῆς γῆς καὶ δὲν ἀκουμποῦσε στὴ γῆ”, μαρτυρεῖ τὸ βιβλίο τοῦ Δανιήλ.[506] Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία ποὺ τὸ Βυζάντιο, “παρόλο ποὺ καυχιέται γιὰ τὶς ρωμαϊκὲς καταβολές του, δὲν ἀναζητεῖ σὲ ἕνα ρωμαῖο αὐτοκράτορα ἀλλὰ στὸν Ἀλέξανδρο τὸν ἀρχετυπικὸ ἥρωα τῶν ὁραμάτων του”.[507]

Ὁ Ἀλέξανδρος δὲν “ἄρχισε νὰ προχωράει πέρα ἀπὸ τὸ κλασικὸ μέτρο, στὸ χάος”,[508] ἀλλὰ ἐγκατέλειψε τὸ γνωστό, πιθανὸ καὶ ἐφικτὸ διασχίζοντας τὸ χάος μὲ λογικὴ τῆς πολιτείας του τὴν ἐμπιστοσύνη τῆς προσευχῆς γιὰ μιὰ ὁμόνοια καὶ φιλία ποὺ θὰ δινόταν πέντε αἰῶνες μετὰ στὸν Κωνσταντῖνο.

“Γιὰ δύο λόγους ὑποχρεώθηκα νὰ κάνω ὅλα ὅσα ἔκανα, κι ἔχω γι’ αὐτὸ φυσικό μου μάρτυρα τὸν Θεό, τὸν Βοηθὸ στὰ ἔργα μου καὶ Σωτῆρα τοῦ παντός. Πρῶτα, γιὰ νὰ ἑνώσω σὲ μία καὶ κοινὴ ψυχὴ ὅλων τῶν ἐθνῶν τὶς ὁρμὲς γιὰ τὸν Θεό, κι ἔχοντας ἔπειτα προθυμία νὰ ἀποκαταστήσω καὶ νὰ συναρμόσω … τὸ σῶμα τῆς Οἰκουμένης, ποὺ εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλους μας … Ἀνοῖξτε, λοιπόν, εἰρηνεύοντας μεταξύ σας, τὸν δρόμο τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ μὲ τὶς διαμάχες τὸν ἀποκλείσατε, καὶ δῶστε νὰ γίνει ὅσο πιὸ γρήγορα, ἐσεῖς καὶ μαζί σας ὅλοι οἱ λαοί, νὰ δοῦν καλὰ καὶ νὰ χαροῦν, νὰ φτιάξουν ὕμνους στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὴν κοινὴ ὅλων ὁμόνοια καὶ ἐλευθερία”.[509]