“Ἂν καὶ εἶναι ἕνας, ἔχει ὅμως πολλὰ ὀνόματα, τὰ ὁποῖα τοῦ δίνουμε ἀπὸ τὰ ἔργα του ποὺ διαρκῶς ζωοποιεῖ σὲ μᾶς. Τὸν ὀνομάζουμε λοιπὸν Ζῆνα καὶ Δία, χρησιμοποιῶντας τὰ ὀνόματα παραλλήλως, σὰν νὰ λέγαμε ταυτόχρονα γιὰ ποιὸν ζοῦμε (δι’ ὃν ζῶμεν) … Συνοψίζοντας, λοιπόν, εἶναι οὐράνιος καὶ χθόνιος, κι ἔχει τὸ ὄνομα κάθε φύσης καὶ καθενὸς ποὺ συμβαίνει, γιατὶ ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ αἰτία ὅλων”.[521]

 

Η ΘΕΣΜΙΖΟΜΕΝΗ πίστη δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καίρια σημασία, ἐνῷ ἡ κατ’ ἀρχὴν ζωντανὴ οἰκειότητα μὲ τὸν Θεὸ ἐμπόδιζε τὴν ἀναγνώριση τῆς συνείδησης ὡς ὑπόχρεης, ὅπου βρίσκει τὴν ἀφορμή της ἡ κυριαρχία τοῦ θρησκευτικοῦ τυπικοῦ. Μὲ τὴν πεῖρα τῆς Βυζαντινῆς τέχνης δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ ἕναν Ὀρθόδοξο νὰ καταλάβει πραγματικὰ αὐτὸ ποὺ ἡ εὐαισθησία καὶ εὐφυΐα τοῦ Φλωμπὲρ μαντεύει, ὅτι ἡ ἑλληνικὴ τέχνη δὲν ἦταν τέχνη· ἦταν ἡ ριζικὴ συγκρότηση ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, μιᾶς ὁλόκληρης φυλῆς, τῆς ἴδιας τῆς χώρας,[522] — καὶ σὲ κόσμο ὅπου ἡ Ἀθηνᾶ μποροῦσε νὰ συνεννοεῖται μὲ τὸν Ὀδυσσέα γιὰ τὸν Ὀδυσσέα καὶ ὅλα, τί ἐντολὲς θὰ ἐπέβαλε μιὰ θρησκεία — τί ἐντολὲς ἔχουμε ἐμεῖς;