Ὁ ἡγέτης ποὺ ἀνανέωσε τὸν Παρθενῶνα, ὁ ἴδιος εἶπε “ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο”,[523] κι ὁ Ἀχιλλέας ἀκόμα πιὸ πρὶν ἔλεγε “ἐγώ πολὺ προσπάθησα”, “οἱ γιοὶ τῶν Ἀχαιῶν μοῦ τὸ ἔδωσαν”, “τὰ δικά μου χέρια κυβερνᾶνε τὸν πόλεμο”.[524] Ἡ εὐσέβειά τους ἦταν ὕμνος στὴν ἴδια τὴν οἰκειότητα τοῦ Θεοῦ, στὴν ἐλευθερία τῆς ἑνότητας μαζί Του, θεανθρώπινης φύσης ἀλλὰ καὶ συνύπαρξης καὶ συμπολιτείας — ὕμνος ὁ ὁποῖος σὲ ὧρες ἐγκατάλειψης ἔφθανε στὴν τραγικὴ ἀπορία.

Σημειώσεις

449 Χριστόδουλος Ἀθηνῶν, Ἑλληνισμὸς προσήλυτος, ὅ.π., σ. 20.

450 Πλωτίνου Ἐννεάδες 1, κεφ. 6, ἑν. 6.

451 “Σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἀναγνωριζόταν ἀνέκαθεν ὡς θεὸς μεγάλης δύναμης. Αὐτὸ τὸ παράδοξο, δίνει ἀκόμη σήμερα τροφὴ στοὺς θρησκειολόγους γιὰ μελέτες καὶ ἑρμηνεῖες. Ἡ ὑπόθεση πὼς ὁ Διόνυσος εἶναι νεώτερος θεός, ἕνας μεταγενέστερος εἰσβολέας, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἀνήκει στοὺς Δώδεκα, γοήτευσε μὲν διάνοιες ὅπως ὁ Νίτσε καὶ ὁ Ρόντε, ἀλλὰ εἶναι προδήλως ἀνεπέρειστη: ἡ παρουσία του ἐπισημαίνεται ἤδη στὴν προϊστορία τῶν Ἑλλήνων” — Χριστόδουλος Ἀθηνῶν, Ἑλληνισμὸς προσήλυτος, ὅ.π., σ. 43· βλ. καὶ παραπομπὴ τοῦ συγγραφέα εἰς Walter Burkert, Greek religion, σ. 162.