Ὁ Ἀλέξανδρος ἀγνόησε τελείως τὸν Ἀριστοτέλη,[502] καταλαβαίνοντας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα πὼς οἱ φίλοι, ἡ πόλη, ὁ κόσμος, στὸν βαθμὸ ποὺ θέλουν πραγματικὰ καὶ στρέφονται γνήσια στὸν “πέρα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν οὐσία, ὑπερέχοντα σὲ παλαιότητα καὶ δύναμη ἀγαθὸ Θεό”,[503] δὲν εἶναι δυνατὸ παρὰ νὰ εἰκονίζουν τὴν αἰώνια ὀμορφιὰ στὸν βίο τους, χωρὶς νὰ τὸ προσπαθοῦν, καὶ χωρὶς φόβο μήπως χάσουν ὁποιαδήποτε (νομίζουν ὡς) ἀσφάλειά τους, ἀκόμα καὶ τὴν πολιτισμική. Γι’ αὐτὸ εἶναι λάθος νὰ θεωρεῖται περίπου πρόδρομος τῆς σημερινῆς ‘πολυπολιτισμικότητας’: ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε δυνατότητα νὰ ἐνισχύσει ἐλευθερία καὶ ἀκόμη κάποια θεμέλια γνήσιου νοήματος — ἀλλὰ ὁμόνοια πλήρη δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ ἔχει οὔτε νὰ δώσει. Ἀνοιγόταν στὴν Ἀνατολὴ καὶ ὅμως χωρὶς νὰ καταντάει στὴν χυδαιότητα καὶ βιο–μηχανία τῆς σημερινῆς ‘παγκοσμιοποίησης’, ἐπειδὴ τὸν ἐνδιέφερε πραγματικὰ καὶ ὄχι ὑποκριτικὰ ἡ ἴδια ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων ὡς τέτοια, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ δὲν γνώριζε τὸ Ὄνομα ποὺ θὰ ἐπέτρεπε γνήσια καὶ ὄχι αὐθαίρετη ἢ συμπτωματικὴ ἱεράρχηση ἀξιῶν καὶ πολιτισμῶν.