Ἔχοντας στὴν ἱερότητα τῆς φιλίας τὸ μεγάλο θεμέλιό της, ἡ Πόλις ἀναγνωρίζει στὸν ἄνθρωπο ἀναντικατάστατη παρουσία, μοναδικότητα μέλους ἱερῆς οἰκογένειας, ὥστε ἡ ἀναγκαία βία τῆς συμβατικῆς διάστασης, ὁσοδήποτε ἰσχυρή, πάντως δὲν ἀναπτύσσει στοὺς νόμους τρομοκρατικὸ χαρακτῆρα. Τὸ κύριο αὐτὸ ἰδίωμα ἀκολουθεῖ ὁ Πλάτων στὴν συμβολική του Πολιτεία, ὅπου ἐξηγεῖ ὅτι “οἱ ἱδρυτὲς μιᾶς νέας Πόλεως μιμοῦνται τὸ ἀθάνατο μέρος τοῦ ἀνθρώπου — ὅσον ἐν ἡμῖν ἀθανασίας ἔνεστι”[485] — καὶ προτάσσει τὴν φιλία στὰ συμβολικά της ἄκρα μὲ τὴν κοινοκτημοσύνη γυναικῶν καὶ παιδιῶν καὶ τὴν κάθαρση τοῦ ἰδίου ἀπὸ κληρονομικοὺς καὶ συνεταιριστικοὺς καθορισμούς. Κι ὅταν ὁ Σωκράτης ἀφηνόταν στὴν δικαιοσύνη τῶν Ἀθηναίων, ἐνῷ μποροῦσε εὔκολα νὰ διαφύγει, δὲν ὑποστήριζε ὑποταγὴ στὴν κρατικὴ βία ἢ σὲ τυφλοὺς καὶ ἀπρόσωπους θεσμούς, ἀλλὰ τὴν σκέψη τῆς φιλίας τῶν Ἀθηναίων, ὅπως διαμορφωνόταν στὴν συζήτηση τῆς κατ’ οὐσίαν θεολογικῆς παράδοσής τους. Στὴν σκέψη αὐτὴ ἐλπίζοντας ὑπέμεινε ἐπίσης τὸ σφάλμα της.

Ἡ τραγικὴ ποίηση φανέρωνε ὅτι “ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ στοχαστικὴ πράξη τοῦ πιὸ προνοητικοῦ ἀνθρώπου διατηρεῖ τὸν χαρακτῆρα μιᾶς παρακινδυνευμένης ἔκκλησης στοὺς Θεούς”,[486] μολονότι ἐπέμενε ταυτοχρόνως (καί διὰ τῆς τραγικῆς ποιήσεως) συνείδηση ἡρωϊκῆς ἰσοθεΐας. Γιὰ χάρη τῆς σκέψης αὐτῆς, ἐξ ἀρχῆς συνειδητὰ ἐπικίνδυνης, ὁ Σωκράτης ἀνέχθηκε τὸ κακό της, τὸ ὁποῖο δὲν ταυτιζόταν μὲ τὴν θανάτωσή του. Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ γιὰ τὸν φιλόσοφο δὲν εἶναι καταδίκη ἀλλὰ εὐεργεσία, ὅπως ἐξήγησε. Πρόβλημα δημιουργοῦσε ἡ προδοσία τῶν θεμελίων τῆς Πόλης: ἡ σκέψη τῶν Ἀθηναίων γινόταν πραγματικὰ ἐπικίνδυνη, στὸν βαθμὸ ἀκριβῶς ποὺ ἤθελε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο.