Ἡ ζωὴ τῆς ἀρχαίας Πόλεως, ἡ πολιτεία, σημαίνει γενικὰ ὁτιδήποτε εἶναι καὶ κάνουν ἢ θέλουν νὰ εἶναι καὶ νὰ κάνουν οἱ πολῖτες, τὸ ὁποῖο δὲν ταυτιζόταν μὲ τὴν νομοθεσία καὶ δὲν περιεῖχε τὴν νομοθετικὴ δραστηριότητα ὡς οὐσιῶδες μέρος του, ὥστε ἡ νομολογικὴ θέσμιση δὲν μποροῦσε ποτέ νὰ διεκδικεῖ τὴν αὐθεντία μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἰδεολογίας. Ἔτσι, ἐνῷ δοκίμαζαν συχνὰ γεύσεις τοῦ μηδενός, δὲν ἑδραίωσαν μηδενισμὸ οὔτε κἂν τότε ποὺ ὁ Θουκυδίδης ἔβλεπε ὅτι ἀλλάζουν τὶς σημασίες τῶν λέξεων ὅπως τοὺς ‘βολεύει’: δὲν ἐπένδυαν τὸν βίο τους στὴν περατότητα τῶν νόμων. Ριζικά, “κατὰ τὴν ἀντίληψή τους ὁ νομοθέτης [δὲν ἦταν πολιτικὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του δὲν ἀνῆκε μονίμως καὶ οὐσιωδῶς στὴν πολιτικὴ πράξη, ἀλλὰ] ἦταν κάτι σὰν τὸν κατασκευαστὴ τῶν τειχῶν τῆς Πόλης, κάποιος ποὺ ἔπρεπε νὰ πραγματοποιήσει καὶ νὰ τελειώσει τὸ ἔργο του προτοῦ γίνει δυνατὸ ν’ ἀρχίσει ἡ πολιτικὴ δραστηριότητα.

“Κατὰ συνέπεια, ἀντιμετωπιζόταν σὰν κάθε ἄλλος τεχνίτης ἢ ἀρχιτέκτονας καὶ μποροῦσε νὰ μετακληθεῖ ἀπὸ ἀλλοῦ καὶ νὰ ἐξουσιοδοτηθεῖ χωρὶς νὰ εἶναι ὑποχρεωτικὰ πολίτης … Οἱ ἴδιες αὐτὲς συγκεκριμένες ὀντότητες [οἱ νόμοι ὅπως τὰ τείχη, κλπ: ‘οἱ πολῖτες χρειάζεται νὰ ὑπερασπίζονται τὸν νόμο ὅπως ἕνα τεῖχος’, ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος[455]] δὲν ἀποτελοῦσαν τὸ περιεχόμενο τῆς πολιτικῆς (ἡ Πόλις[456] δὲν ἦταν ἡ Ἀθήνα, ἀλλὰ οἱ [ἴδιοι οἱ] Ἀθηναῖοι [στὴν ἑνότητα τῶν προσωπικῶν σχέσεων καὶ ἀποβλέψεών τους]) καὶ δὲν ἀπαιτοῦσαν τὴν ἴδια νομιμοφροσύνη, ὅπως μᾶς εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸ ρωμαϊκοῦ τύπου … ‘Ὅπου κι ἂν πᾶς, θὰ εἶσαι Πόλις’: τὰ πασίγνωστα αὐτὰ λόγια … ἐκφράζανε τὴν πίστη ὅτι ἡ πράξη καὶ ἡ ὁμιλία δημιουργοῦν ἕνα χῶρο ἀνάμεσα στοὺς συμμετέχοντες, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ βρεῖ τὴν σωστή του θέση σχεδὸν ὁποτεδήποτε καὶ ὁπουδήποτε”.[457]