Δώδεκα χρονῶν ἔνοιωσε τὸν φόβο τοῦ ἀλόγου ἀπὸ τὴν τρομερὴ σκιὰ ποὺ ρίχνει ὁ ἑαυτός, ὅταν σταθεῖ ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο καὶ ἔχει τὸ Φῶς ἀπὸ πίσω του. Ἦταν πράγματι μεγάλος, ἐπειδὴ πῆρε πόλη ἀνύπαρκτη καὶ ἀνάγκασε τὸ τίποτα νὰ ἀφήσει τὸν ἑαυτό του. Οἱ λαοὶ τὸν ἀγάπησαν γιατὶ πολέμησε τὴν μεγάλη σκιά, τοῦ δόθηκε τὸ χάρισμα νὰ δεῖ στὸν κόσμο τὸ ἕνα ζωντανό, φοβισμένο ἀπὸ τὸ μηδέν του.

“Στὴν προελληνικὴ βουδδιστικὴ τέχνη ὁ Βούδας ἀπεικονιζόταν μ’ ἕνα κενό, ἕνα σύμβολο κατάλληλο γιὰ νὰ δείξει ἕνα ὂν ποὺ εἶχε ἐπιτύχει τὴν αὐτοεξάλειψη μὲ τὸ νὰ κάνει τὴν ἔξοδό του στὴ Νιρβάνα. Ἡ ἑλληνικὴ τεχνοτροπία ἔφθασε στὴ Γανδάρα (πιθανῶς ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια) στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς … Σὰν ἐπακόλουθο, ὁ Βούδας ἔφθασε νὰ παριστάνεται στὴ Γανδάρα ἀνθρωπομορφικά, ἔχοντας μιὰ ὁμοιότητα μὲ τὸν ἑλληνικὸ Θεὸ Ἀπόλλωνα, καὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ αὐτὴ μορφὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Βούδα μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν σχολὴ τῆς Μαχαγιάνα[[504]] στὸ μακρινό της ταξίδι πέρα ἀπὸ τὸ Ἰνδοκοὺχ καὶ στὶς στέπες τῆς ἀνατολικῆς Ἀσίας”.[505]