Ὁ Καστοριάδης τονίζει ὅτι “ἐπὶ δύο περίπου αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου (τῶν Ἀθηναίων), δηλ. οἱ τεχνίτες καὶ οἱ ἀγρότες ποὺ τὴν συγκροτοῦν, πῆρε ἀποφάσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες τὰ 9/10 ἦταν ἀπολύτως σωστές. Πῆρε, βεβαίως, καὶ ἐγκληματικές, ὅπως ἡ καταδίκη τῶν στρατηγῶν τῆς ναυμαχίας στὶς Ἀργινοῦσες.[[490]] Πῆρε καὶ ἐσφαλμένες, ὅπως ἡ ἐκστρατεία στὴ Σικελία, ποὺ εἶναι ὅμως, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὸ ἀντίστοιχο τῆς ἀποστολῆς ἀνθρώπου στὴ σελήνη”.[491] Ἀρκεῖ ὅμως μία μόνο ἀπόφαση τῆς τάξεως αὐτῆς, θανατικῆς καταδίκης τῆς ἴδιας τῆς φιλίας τους, γιὰ νὰ συμπεραίνει κανεὶς ὅτι, κι ἂν διέσωζαν κάποια ἀξία, πάντως ἔπαυαν νὰ εἶναι Πόλις — παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι “εὐθὺς μετέγνωσαν”, ἀφοῦ κατηγοροῦσαν τοὺς κατήγορους τοῦ Σωκράτη καὶ μαζί τους ὀργίζονταν,[492] καταργῶντας κάθε δυνατότητα νὰ διορθώνουν τὴν συνείδησή τους. Καὶ ἡ Πόλη τους συνέχισε νὰ διαλύεται, ἔχοντας χάσει καὶ τὴν τραγική τους ποίηση,[493] ἤδη ἔχαναν ὁλόκληρο τὸ καλύτερό τους.

“Τὸ τέλος τοῦ Σωκράτη προκάλεσε τόσο βαθειὰ ἐντύπωση σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς νεαροὺς φίλους του, ὥστε ἐπεσφράγισε τὴν ἀπροθυμία του νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πολιτικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποία φαίνονταν νὰ τὸν προορίζουν ἡ καταγωγή του καὶ ἡ ἰδιοφυΐα του. Ἀπογοητευμένος — ὅπως καὶ νἄχει τὸ πρᾶγμα — ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ἡ πόλη του καὶ τὶς ὑπερβολὲς τῶν τελευταίων τους ἀρχόντων, ὁ Πλάτων ἔκρινε ὅτι τὸ κράτος ποὺ μποροῦσε νὰ καταδικάσει ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο σὲ θάνατο δὲν ἦταν τέτοιο στὸ ὁποῖο νὰ μπορέσει ὁ ἴδιος νὰ παίζει ἐνεργὸ ρόλο”.[494]