ΤΑΦΟΙ ΗΡΩΩΝ βρίσκονται “σὲ συμβολικοὺς γιὰ τὴν Πόλη χώρους: λόγου χάρη στὴν ἀγορά, στὶς πύλες ἢ στὰ σύνορα τῆς Πόλης”.[469] Τῶν συνεδριάσεων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου προηγοῦνται τελετές.[470] Ἡ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση ἀρχίζει μὲ ὅρκο στοὺς Θεοὺς καὶ ἐπίσκεψη “στὰ ἱερὰ τῆς Ἀττικῆς (τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ ὑπερασπιστοῦν)”,[471] ἀλλὰ καὶ “κάθε ἐκστρατεία καὶ τὰ διάφορα στάδια τοῦ πολέμου ἀρχίζουν μὲ πολυάριθμες τελετές, ὅπως καὶ στοὺς στρατοὺς τῶν ἄλλων [ἐκτὸς τῆς Ἀθήνας] ἑλληνικῶν Πόλεων”.[472] Προτοῦ ὁ στόλος ἀποπλεύσει γιὰ τὸν πόλεμο, ψάλλονται ἀπὸ τὰ πληρώματα προσευχές.[473] Κάθε ἐποικιστικὴ ἀπόπειρα χρειάζεται προηγουμένως νὰ καθαγιασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς Δελφούς, ἀλλιῶς δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ.[474] Τὸ ἴδιο “τὸ ἑλληνικὸ δράμα σχηματίζεται ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς ἱεροτελεστεῖες καὶ [πέρα ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα οὐσιώδη χαρακτηριστικά του, πάντα] παραμένει μιὰ τυπικὴ δημόσια ἱεροπραξία”.[475]

Δὲν ὑπῆρξε ἁπλῶς οὔτε κυρίως αἴτημα αὐτοθέσμισης μιᾶς κοινότητας, “τῆς ὁποίας τὰ μέλη θέλουν πράγματι νὰ ἐπωμισθοῦν τὴν ρύθμιση τῶν κοινωνικῶν τους σχέσεων, θέλουν κατὰ κάποιο τρόπο νὰ εἶναι αὐτόνομοι”,[476] ὥστε νὰ ἱκανοποιοῦν μὲ μέτρο τὶς ἀτομικὲς ἐπιθυμίες τους, καθένας νὰ “κάνει τὸ κέφι του χωρὶς νὰ βλάπτει τὸ σύνολο”,[477] γι’ αὐτὸ παραπλανᾶ ἐπίσης ἡ παρομοίωση τῶν ἀναγεννησιακῶν πόλεων καὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀστικῆς τάξης μὲ τὴν ἀρχαία Πόλη, ὅπου ὀφείλεται (ἐν μέρει) ἡ ἄλλη πλάνη, ὅτι ἀνάμεσα στὸν ἀρχαῖο καὶ τὸν βυζαντινὸ κόσμο παρεμβάλλεται χάσμα, ὁπότε ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύεται παρὰ μόνο ὅπως μιὰ τέλεια σχιζοφρένεια.