“Ἡ πόλις ἔχει διαλυθεῖ ἀφήνοντας στὴν θέση της τὸ μῖσος: ἀπὸ τὴν μιὰ οἱ πλούσιοι ποὺ προτιμοῦσαν νὰ πετάξουν τὰ ἀγαθά τους στὴν θάλασσα παρὰ νὰ δώσουν κάτι στοὺς πεινῶντες, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ στρατιὲς τῶν φτωχῶν ποὺ ὀνειρεύονταν ὄχι νὰ φᾶνε, ἢ ὄχι μόνο νὰ φᾶνε, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποχρεώσουν τοὺς πλούσιους σὲ πεῖνα”.[497]

Ἡ πολιτεία τῶν Ἀθηναίων πέθαινε, ἀλλὰ ὄχι τὸ ἴδιο τὸ καλύτερο.

 

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα ὡς ὁμογενής,[498] φίλος καὶ βασιλεύς, ἀπὸ “ἕνα καθεστὼς τοῦ παλιοῦ ὁμηρικοῦ τύπου”,[499] ὅραμά του ἔχοντας Πόλη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Πλάτων τοῦ εἶχε μάθει ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὴ μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ ὑπάρχει ὅπως τὸ σύμπαν, μεταμορφούμενη εἰκόνα τῆς αἰωνιότητας.

Λέγεται πὼς ὁ Ἀλέξανδρος “ἀνέλαβε τὴν δίκαιη ἐπιχείρηση νὰ ἐκδικηθεῖ τοὺς Ἕλληνες γιὰ τὶς προσβολὲς τοῦ Βασιλέως τῆς Περσίας: κτύπησε τὸν κοινὸ ἐχθρό, καὶ συνέχισε τὶς κατακτήσεις του μέχρι τὴν Ἰνδία, καθότι τὸ βασίλειο τοῦ Δαρείου ἁπλωνόταν ὣς τὴν Ἰνδία”,[500] βασίλειο ὄχι μόνο ἀνθελληνικό, ἀλλὰ καταπιεστικὸ πολλῶν λαῶν: “ἀκόμα καὶ οἱ Βαβυλώνιοι δέχθηκαν τοὺς Ἕλληνες ὡς ἐλευθερωτὲς ἀπὸ τὸν περσικὸ ζυγό”.[501] Ὁσοδήποτε σπουδαία ἢ δίκαιη, ἂν ἡ ἁπλὴ ἀπελευθέρωση ἐξαντλοῦσε τὴν σημασία τῆς ἐκστρατείας, δὲν θὰ ἔφερε καμμιά νέα ἐλπίδα, παρὰ μόνο τὴν πιὸ αὐτονόητη ἱκανοποίηση, ἐκτεινόμενη τὸ πολὺ σὲ ἀφηρημένη αἰσιοδοξία, ὥστε δὲν θὰ εἶχε ὑπάρξει ποτέ ἡ γνωστή μας οἰκουμενικὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο.