Ὁ Ἄναξ θὰ δήλωνε χωρὶς νὰ κρύβει καὶ θὰ ἔκρυβε χωρὶς νὰ δηλώνει: ἡ Σημασία θὰ ἦταν πιὸ ἀνύπαρκτη ἀπ’ ὅσο στοὺς Σκύθες, δὲν θὰ γραφόταν ἡ Ἰλιάδα καὶ ἡ Ὀδύσσεια, οὔτε θὰ εἶχε τὴν ὅποια ἰσχὺ εἶχε τὸ πάνθεον, δὲν θὰ προέκυπταν οἱ σχετικοὶ ἐθιμισμοὶ καὶ δὲν θὰ ἔκανε ἡ φιλοσοφία τὴν κριτικὴ τὴν ὁποία ἔκανε, ἂν ποτέ κανείς δὲν εἶχε δεῖ μία μορφὴ καὶ τὴν μία αὐτὴ σὲ ὅλες τὶς ἄλλες, ἂν οἱ Θεοὶ συνιστοῦσαν ἁπλῶς ἐγχώρια ἢ εἰσαγόμενη ἰδεολογία, δὲν θὰ εἶχε κἂν ὑπάρξει ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ὅπως τὴν γνωρίζουμε.

 

Η ΓΛΩΣΣΑ δὲν πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὅπως ἡ βροχή, οὔτε κατασκευάζεται στὸ ἐργαστήριο, φύεται αὐθόρμητα στὴν ὁλόκληρη ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὴν μιλοῦν, “εἶναι ἡ ἀρχέγονη ποίηση, ὅπου ἕνας λαὸς ποιεῖ τὸ Εἶναι”.[513] Ἡ ψυχὴ πηγάζει τὴν γλῶσσα ἀπὸ διάσταση ποὺ ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε συμβολιστικὴ λειτουργία. Ἡ ριζικὴ ταύτιση τοῦ διὰ στὸ ὄνομα τοῦ Δία, μετέφερε τὸν Θεὸ σὲ ὅλες τὶς λέξεις ποὺ φανερώνουν δίοδο καὶ αἰτία καὶ μετέφερε ὅλες τὶς διόδους καὶ αἰτίες στὸν Δία. Ἡ δίοδος καὶ διάβαση ἑνώνεται καί γλωσσικὰ μὲ τὴν ἀθανασία, καὶ αὐτὴν ὡς πέρασμα μέσα στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ Ἑρμῆς, ὁδηγὸς τῶν ψυχῶν στὴν ἄλλη ζωή, ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Ὅμηρο διάκτορ.[514] Περίπου σὰν νὰ λέγαμε σήμερα ἀντὶ γιὰ διάβαση καὶ διαβαίνω θεάβαση καὶ θεαβαίνω. Ἔτσι ἑνωμένες μὲ τὸν Θεὸ φανερώνονταν στὴν ἴδια τὴν σύσταση τῆς γλώσσας οἱ κινήσεις τῆς ζωῆς καὶ διάβασης. Καὶ δὲν ἔλεγαν κἂν “βρέχει βροντᾶ, ἀλλὰ ὁ Δίας βρέχει, ὁ Δίας βροντᾶ”.[515] Ἀκόμη καὶ στὸν ἅδη βασιλεύει καταχθόνιος Ζεῦς.[516] “Οἱ θνητοὶ κατοικοῦν σὲ ἄπειρη γῆ”, δηλώνει ὁ ὁμηρικὸς Ποσειδῶν.[517] “Ὁ κόσμος εἶναι κατοικία τῶν Θεῶν”, ἀναγνωρίζει ἡ ἑλληνιστικὴ ἐποχή.[518]