Τὸ 1903 στὸ Μανιφέστο του (Πρόγραμμα) ὁ Ἁνρὶ βὰν ντὲ Βέλντε καταλάβαινε καὶ πρότεινε ὡς καθῆκον τῆς εὐρωπαϊκῆς τέχνης “νὰ γνωρίσουμε τὴν ἔννοια, τὴ μορφή, τὸ σκοπὸ ὅλων τῶν πραγμάτων τοῦ ὑλικοῦ σύγχρονου κόσμου, μὲ τὴν ἴδια ἀλήθεια μὲ τὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες, ἀνάμεσα σὲ τόσα ἄλλα, ἀναγνώρισαν τὴν ἔννοια, τὴ μορφὴ καὶ τὸ σκοπὸ τῆς κολώνας. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βροῦμε σήμερα τὴν ἀκριβῆ ἔννοια καὶ τὴν ἀκριβῆ μορφὴ γιὰ τὰ ἁπλούστερα πράγματα.”

Ἔτσι, μέσα σὲ λίγες γραμμές, ἔχει κανεὶς ὅλο τὸ ἀδιέξοδο τῆς εὐρωπαϊκῆς σκέψης, τραγικό, ὅπως ὁ σκοπὸς ἀναιρεῖται ἐν τῇ γενέσει του.

Νὰ γνωρίσουμε, λέει, τὴν οὐσία/ἰδέα ὅλων τῶν πραγμάτων τοῦ ὑλικοῦ σύγχρονου κόσμου, ὅπως οἱ Ἕλληνες. Μὰ γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, ὅπως συνέβη μὲ τοὺς Ἕλληνες, θὰ πρέπει κανεὶς νὰ μήν ἐνδιαφέρεται οὔτε ἀποκλειστικὰ οὔτε πρωτίστως γιὰ τὸ σύγχρονο καὶ γιὰ τὸ ὑλικό. Άλλοιῶς ἀρχίζει κανείς (ἀλλοιῶς, πάντως, ἄρχισαν οἱ Ἕλληνες), γιὰ νὰ καταλήξει νὰ δώσει καὶ στὸ σύγχρονο καὶ στὸ ὑλικὸ τὸ νόημά τους, ὅπως τὸ θαυμάζουν καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, χωρὶς νὰ γνωρίζουν πῶς προέκυψε.