ΑΝ οἱ ἀρχαῖοι δὲν πίστευαν σὲ τίποτα πιὸ ζωντανὸ ἀπὸ ἰδεολογίες, ἂν δὲν εἶχαν ποτέ ἀντικρύσει, ὅπως ὁ Ἡσαΐας, σωματούμενον Θεόν, ἄρα ὡς ἰδεολογία ἀνέπτυξαν καὶ τὴν πίστη στὸν Χριστό, ὥστε ἐπιβάλλεται νὰ δεχθοῦμε τὸ περισσότερο ἄτοπο, ὅτι καὶ οἱ πρῶτοι γέροντες, μάρτυρες καὶ ἅγιοι τῆς χριστιανοσύνης δὲν εἶχαν παρὰ μόνο ἰδεολογικὴ τὴν δύναμή τους, καὶ τὸ ἴδιο μέχρι σήμερα ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε γιὰ μιὰ ἰδεολογία… Σωστὰ ἐδῶ ὁ Σέλλινγκ εἰδοποιεῖ ὅτι “ἂν ἡ εἰδωλολατρεία εἶναι μιὰ σκόπιμη ἀπάτη [ἢ ἔστω τελείως ἀσυνείδητη αὐταπάτη], μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε καὶ τὸν χριστιανισμό”,[510] καὶ θυμίζει πόσο κοινὸς τόπος ἦταν ἡ δυνατότητα θείας ὅρασης, γιὰ παράδειγμα στὴν προτροπὴ τοῦ Σωκράτη, “μή περιμένεις μέχρι νὰ δεῖς τὶς μορφὲς τῶν Θεῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τώρα νὰ τοὺς σέβεσαι καὶ νὰ τοὺς τιμᾶς, ἀρκούμενος στὶς εὐεργεσίες τους ποὺ ἤδη βλέπεις”.[511] Συνετὰ ὁ Αὐγουστῖνος, ὅπως οἱ Καππαδόκες, ὄχι μόνο δὲν συκοφαντεῖ ἀλλὰ καὶ ἐπικαλεῖται τὴν σχετικὴ πεῖρα τῆς ἀρχαίας σκέψης: “ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅραση τόσο μεγάλης ὀμορφιᾶς καὶ ἀξίζει τόσο μεγάλο ἔρωτα, ὥστε ὁ Πλωτῖνος δὲν διστάζει νὰ πεῖ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀπολαμβάνει ὁποιαδήποτε ἄλλα ἀγαθά, ἀκόμη καὶ σὲ ἀφθονία, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν ὅραση αὐτή, εἶναι ὁ πιὸ δυστυχισμένος”.[512]