31 Ζακυθηνός, Μεταβυζαντινὰ καὶ Νέα Ἑλληνικά, Ἀθήνα 1978, σελ. 6–19.

32 Μπερξόν, Οἱ δύο πηγὲς τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς θρησκείας, μτφρ. Β. Τατάκης, χ.τ., χ.ἔ., σ. 177. Στὴν ἀναπαράστασή τους ὁ Μπόρντμαν δίνει τὸν χαρακτηρισμὸ ‘κὰρτ–ποστάλ’: “πολὺ συχνὰ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλυπτικὴ διδάσκεται μὲ βάση τὰ ρωμαϊκὰ ἀντίγραφα … δὲν εἶναι ἑπομένως περίεργο ὅτι πολλοὶ ἀγνοοῦν τὴν ποιότητά της καὶ ὅτι τὴν ἀνακαλύπτουν μόνο ὅταν ἀντικρύσουν τὰ πρωτότυπα, ὁπότε καὶ ὑποχωρεῖ σιγὰ σιγὰ ἡ ἀντίληψη ποὺ εἶχαν διαμορφώσει γι’ αὐτὴ ἀπὸ τὴν τύπου κὰρτ–ποστὰλ ἀπόδοση τῶν θεοτήτων, τῶν ἡρώων καὶ τῶν γυναικείων μορφῶν τῆς ἀρχαιότητας ἀπὸ τὸν ἀντιγραφέα” — βλ. Μπόρντμαν, Ἀρχαία ἑλληνικὴ τέχνη, μτφρ. Ἀνδρέας Παππᾶς, Ἀθήνα 1980, σ. 169.

33 Σίλλερ, Γιὰ τὴν αἰσθητικὴ παιδεία τοῦ ἀνθρώπου, μτφρ. Κλ. Λεονταρίτου, Ἀθήνα 1990, σ. 122. Ὁ ἐσωτερικὸς διάκοσμος τῶν ἑλληνικῶν ναῶν προερχόταν ἄμεσα ἀπὸ τὴν ζωντανὴ λαϊκὴ εὐσέβεια, σημειώνει ὁ Μπόρντμαν, “ἀπὸ ἰδιωτικὰ ἀφιερώματα, τὰ ὁποῖα καὶ τοποθετοῦνταν εἴτε σὲ περίοπτη εἴτε σὲ ἀφανῆ θέση, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία τους, τὸ μέγεθός τους καὶ τὴν κοινωνικὴ ἰσχὺ ἢ τὴν δημοτικότητα τοῦ δωρητῆ” (βλ. Μπόρντμαν, Ἀρχαία ἑλληνικὴ τέχνη, ὅ.π., σ. 89).