Δὲν ὑπάρχει κἂν δυνατότητα νὰ γίνει μακρινὴ ἡ ἀρχή,[40] παρὰ μόνο ἂν συμβεῖ σχίσμα καὶ χάσμα, μέσα στὸ ὁποῖο, ὅμως, οἱ ‘ρομαντικὲς’ προαιρέσεις παραμένουν μάταιες. “Ἂς εἴμαστε μεῖς ἁμαρτωλοί”, σκέφτεται ὁ πιστὸς τοῦ Ντοστογιέφσκυ, “ἂς κολυμπᾶμε στὸ ψέμα κι ἂς μᾶς τριγυρίζει ὁ πειρασμός. Κάπου σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, σὲ κάποιο μέρος, ὑπάρχει ἕνας ἅγιος. Αὐτὸς ζεῖ μέσα στὴν ἀλήθεια, ξέρει τὴν ἀλήθεια. Πὰ νὰ πεῖ πῶς δὲν πεθαίνει ἡ ἀλήθεια στὸν κόσμο κ’ ἔτσι θά ‘ρθει κάποτε καὶ σὲ μᾶς καὶ θὰ ξαναδοθεῖ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅπως μᾶς εἶναι ὑποσχεμένο”.[41] Κι ὅμως, ἡ ἀλήθεια χαρίζεται σὲ ὅλους ἐδῶ καὶ αἰῶνες, ἀλλὰ δὲν παίρνουν ὅλοι, οὔτε εἶναι ὑποσχεμένο πὼς θὰ πάρουν ὅλοι. Σταυρώθηκαν δύο ληστὲς ἀλλὰ δὲν σώθηκαν δύο — καὶ τί κερδίσανε λοιπὸν μὲ τὸν Ὀδυσσέα / αὐτοὶ ποὺ βρήκανε τὸν θάνατο στὴν δίνη τῶν κυμάτων; /Τί τοὺς δόθηκε αὐτονῶνε! Μελισσόκερο νὰ κλείσουνε τὰ αὐτιά…[42]

“Κατάλαβα πὼς στὴν Ρώμη ἡ δόξα κι ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς γιορτῆς [τοῦ Πάσχα] περνᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία [τὸν κλῆρο] στὸν λαό, ἀλλὰ πὼς στὴν Ἑλλάδα εἶναι μιὰ γιορτὴ ποὺ πηγάζει ἀπ’ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν λογισμὸ τοῦ λαοῦ, ἀπ’ ὅλη του τὴ ζωή. Κι ἡ ἐκκλησία [ὁ κλῆρος] δὲν εἶναι παρὰ ἕνα μέλος της μόνο … Ὁ Χριστὸς ζοῦσε στὶς σκέψεις καὶ στὰ χείλια τους. Τὸ Χριστὸς Ἀνέστη δὲν ἦταν σὰν μήνυμα γιὰ ἕνα παλιὸ γεγονός. Ὄχι. Ἦταν σὰ νὰ ἀναστήθηκε τὴν ἴδια αὐτὴ νύχτα στὴν χώρα αὐτή. Ἦταν σὰ νά ‘φτασε τὸ μήνυμα τὴν ὥρα αὐτὴ στ’ αὐτιά τους”.[43]