Ὡς ἐδῶ ἡ ἀνάγνωση τῆς ἱστορίας εἶναι τόσο ἀκριβὴς ὅσο ἀφηρημένη, ἐπιρρεπὴς στὴν πιὸ ἐπικίνδυνη δυνατὴ πλάνη, τὴν ὁποία ἀποφεύγοντας ἔχει κανεὶς νὰ σκεφτεῖ, ποιό ἀκριβῶς ὑπῆρξε τὸ ‘ἰδιαίτερο’ τῆς ρωμαϊκῆς ‘παραλλαγῆς’ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ;

Ἂν τὸ ὕψος κάθε πολιτισμοῦ φανερώνεται κατὰ κύριο λόγο στὸ Ἱερό, προέχει ὅ,τι θύμιζε ὁ Μπερξὸν γιὰ τοὺς Θεοὺς τῆς Ρώμης, πὼς εἶναι τελείως ψεύτικοι, προσχηματικοί, “συμπίπτουν μὲ τὴν λειτουργία μὲ τὴν ὁποία τοὺς περιέβαλαν, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τοὺς βρίσκουμε μέσα σ’ αὐτὴν σὰν σὲ ἀκινησία.

“Μόλις ἔχουν σῶμα, ἐννοῶ μορφὴ ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τὴν φανταστοῦμε. Μόλις εἶναι θεοί. Ἀντίθετα, κάθε θεὸς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ἔχει τὴν φυσιογνωμία του, τὸν χαρακτῆρα του, τὴν ἱστορία του. Πηγαινοέρχεται, ἐνεργεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῶν λειτουργιῶν του. Διηγοῦνται τὶς περιπέτειές του, περιγράφουν τὴν ἐπέμβασή του στὶς ὑποθέσεις μας…”[32]

Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ γιὰ ποιὸ λόγο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχιτεκτονική, τὰ πιὸ σημαντικὰ ἔργα τῆς Ρώμης εἶναι κοσμικὰ κτίρια, ὄχι ναοί — διαφορὰ ὑπαρκτὴ χαρακτηριστικὰ στὸ ἴδιο τὸ παιχνίδι, παρατηρεῖ ὁ Σίλλερ.