Ἡ Καινὴ Διαθήκη πληροφορεῖ πὼς ὅταν ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος ἀνακοίνωσαν στὸν Χριστὸ ὅτι μερικοὶ Ἕλληνες ἤθελαν νὰ μιλήσουν μαζί Του, ἀπάντησε ὅτι ἔχει ἔρθει ἡ ὥρα γιὰ νὰ δοξαστεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου.[17] Ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν συνέχεια τοῦ κειμένου, τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο προφητεύει τὴν μεταστροφὴ[18] τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ, τὴν ἵδρυση τῆς χριστιανικῆς Οἰκουμένης στὸν Νέο ἑλληνισμὸ καὶ τὴν βυζαντινὴ διαδρομή του, ὅπου “ὅλες οἱ δημιουργικὲς παραδόσεις καὶ πνευματικὲς κινήσεις τοῦ παρελθόντος ἀναμείχθηκαν καὶ τελειοποιήθηκαν: ἦταν νέος ἑλληνισμός, ἀλλὰ ἑλληνισμὸς ἐκχριστιανισμένος δραστικά, καί, οὕτως εἰπεῖν, ἐκκλησιαστικοποιημένος”.[19]

“Ἀφ’ ὅτου γεννήθηκε ἡ Χριστιανοσύνη, γρήγορα μεταδόθηκε στὸν ἑλληνόφωνο κόσμο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Διαδόθηκε μέσῳ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἑρμηνεύθηκε καὶ διευκρινίσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Χριστιανοσύνης, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἴτε Ἕλληνες στὴν καταγωγὴ εἴτε ἐξελληνισμένοι, καὶ οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν καὶ ἔγραφαν στὰ ἑλληνικά. Τὰ χριστιανικὰ σύμβολα τῆς πίστης καὶ οἱ κανόνες γράφονταν καὶ κωδικοποιοῦνταν στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὶς τοπικὲς ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς οἰκουμενικὲς συνόδους. Τὰ ἴδια τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ μεγάλο μέρος τῆς σημαντικῆς γραμματείας τῆς χριστιανικῆς θρησκείας τῶν πρώτων δέκα αἰώνων γράφηκαν στὰ ἑλληνικά. Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη καὶ παιδεία χρησιμοποιήθηκαν στὸν καθορισμὸ τῶν χριστιανικῶν δογμάτων. Ἀκόμη καὶ Πατέρες τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας ὅπως ὁ Ἱερώνυμος, ὁ Ἀμβρόσιος καὶ ὁ Αὐγουστῖνος, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν στὰ λατινικά, φανερώνουν τὴν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς σκέψης στὰ κείμενά τους.