Ὁ Εὐδοκίμωφ σημειώνει γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθόδοξων λαῶν μὲ τὴν πηγὴ τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅτι τὰ ἑλληνικὰ δὲν ἀφοροῦν μόνο στὴν μητρικὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ γίνονται “μητρικὴ γλῶσσα κάθε ὀρθόδοξου”.[21] Ἡ ἐξάπλωση αὐτὴ συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλες διαστάσεις, ὅπως εἶναι φυσικό. “Ἂν καὶ Περουβιανός”, ἐξομολογεῖται ὁ Συμεὼν Γρηγοριάτης, “ἐπειδὴ βαπτίστηκα κι ἔγινα Ὀρθόδοξος, αἰσθάνομαι ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι συγγενεῖς μου”, κι ἔτσι γιὰ τὴν Ἑλλάδα λέει, “ἡ χώρα μας, τὰ πρόσωπα τῶν παππούδων μας…”[22] Ὁ Σωφρόνιος Σαχάρωφ ἐπιμένει ἰδιαίτερα στὴν σημασία τῆς γλώσσας, ἐξηγῶντας πὼς ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ ἑλληνικὰ δὲν τιμάει μόνο τὴν συνείδηση καὶ ἀρχὴ τῶν ὀρθόδοξων λαῶν, ἀλλὰ καὶ μιὰ τελειότητα πού, σὲ κάθε περίπτωση, δὲν θὰ βρεθεῖ ἀλλοῦ. Κάθε γραμματεία καὶ ἡ ἴδια ἡ θεμέλια γλῶσσα της καθρεφτίζει μᾶλλον παρὰ δημιουργεῖ ἐσωτερικὲς ποιότητες, ἀλλὰ ὅπως οἱ πνευματικὲς ποιότητες στὴν πρωταρχική τους τάξη, ἔτσι τὸ καθρέφτισμά τους στὴν δική του τάξη δὲν εἶναι οὔτε ἀνεπαίσθητο οὔτε ἀσήμαντο.