Ὅμως ἂν ἡ γιορτὴ δὲν πηγάζει “ἀπ’ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν λογισμὸ τοῦ λαοῦ”, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ κάτι ξένο ἢ προσωρινό;[44] Ἡ ἀνυπαρξία Κοινωνίας εἶναι ἡ κατάρα τοῦ νόμου, ὅπως γνώριζε ἤδη ὁ Πλάτων: “φοβᾶμαι ὅτι αὐτοὶ ποὺ κυλιῶνται ἀπὸ νέοι στὰ δικαστήρια καὶ τὰ παρόμοια, σὲ σύγκριση μὲ ὅσους ἀνατράφηκαν στὴν φιλοσοφία καὶ τὴν ζωὴ ποὺ τῆς ταιριάζει, μοιάζουν νὰ ἔχουν ἀνατραφεῖ ὅπως οἱ δοῦλοι σὲ σχέση μὲ τοὺς ἐλεύθερους … ὥστε μεγαλώνοντας καταλήγουν νὰ νομίσουν πὼς εἶναι σπουδαῖοι καὶ σοφοί, ἐνῷ δὲν ἔχουν καμμιά ὑγεία στὴν σκέψη τους”.[45]

Δὲν ἔχουν οὔτε κἂν σχετικὴ ὑγεία, ἐφόσον ἡ μικρὴ ἀπὸ μόνη της δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐπωμίζεται καταθλιπτικὰ τὴν ἀπουσία πληρότητας, τὸ ὁποῖο οἱ λάτρεις τῆς μοντέρνας δυτικῆς καὶ παγκοσμιοποιούμενης βιο–μηχανίας φαίνεται νὰ μὴ καταλαβαίνουν, νομίζοντας ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποτελέσει πραγματικὸ ἰδανικὸ πολιτισμὸς ταγμένος γιὰ τὰ μισὰ τοῦ δρόμου. Μὲ τὴν στρέβλωση τοῦ νοήματος — εἴτε βεβήλωση τὴν πεῖ κανεὶς εἴτε ἐκκοσμίκευση — σταδιακὰ ἡ πραγματικὴ ὑπέρβαση τοῦ ἐγὼ καθίσταται σκιώδης καὶ ἀσήμαντη, ὥστε τὰ ἐγωτικὰ συμφέροντα ὁδηγοῦνται σὲ ἀπόλυτο πρόταγμα, ἔστω ἐξιδανικευμένα κάποτε,[46] ὀρθῶς ἀναγνωριζόμενα ὡς περισσότερο πραγματικά.[47] Ἐφόσον πρόκειται γιὰ ‘πολιτισμένους’ λαούς, ἡ διάβρωση δὲν ἀφορᾶ τόσο στὴν ὠμὴ βία, ὅσο σὲ μεταμορφώσεις της, ὅπως στὴν ἀρένα τοῦ δικαστηρίου, στὸ ‘ἱερὸ’ τῶν νομοκρατικῶν πολιτισμῶν, ὅπου τὰ συμφέροντα συγκρούονται ἐπενδυόμενα σὲ φαντάσματα μιᾶς συμβατικῆς δικαιοσύνης, ὥστε ἰσορροπῶντας νὰ λατρεύουν τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ αὐτοϊκανοποίηση. Ἀλλὰ ὅταν ἡ σύμβαση διεκδικεῖ τὸ ἀπόλυτο, ὁ μηδενισμὸς καὶ ἡ ὠμὴ βία ποτέ δὲν βρίσκονται ἀρκετὰ μακριά.