26 Γκάθρυ, Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι, μτφρ. Ἀ. Σακελλαρίου, Ἀθήνα 19882, σ. 15.

27 Πρβλ. Μπιούρυ – Μήγκς, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τ. Α΄, ὁμάδα μεταφραστῶν, Ἀθήνα 1978, σελ. 113 καὶ 116, γιὰ τὸ ἀλφάβητο καὶ τὴν θρησκεία: “στοὺς Εὐβοεῖς τῆς Κύμης μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὀφείλουμε τὸ ἀλφάβητο ποὺ χρησιμοποιοῦμε (στὴν Δύση) σήμερα, γιατὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔμαθαν οἱ Λατῖνοι νὰ γράφουν. Τοὺς ἴδιους εἶχαν ἐπίσης γιὰ δασκάλους καὶ οἱ Ἐτροῦσκοι γιὰ νὰ πάρουν χωριστὰ τὸ δικό τους ἀλφάβητο … Οἱ Κυμαῖοι πάλι ἔφεραν τοὺς γειτονικοὺς λαοὺς τῆς Ἰταλίας σὲ γνωριμία μὲ τοὺς ἑλληνικοὺς θεοὺς καὶ τὴν ἑλληνικὴ θρησκεία. Τὰ ὀνόματα Ἡρακλῆς, Ἀπόλλων, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης τόσο γνώριμα ἔγιναν στὴν Ἰταλία, ὥστε κατέληξε νὰ θεωροῦνται αὐτόχθονες ἰταλικὲς θεότητες. Οἱ χρησμοὶ τῆς κυμαίας Σίβυλλας πιστεύονταν ὅτι ἔκλειναν μέσα τους τὰ πεπρωμένα τῆς Ρώμης … Τὸ περίεργο εἶναι στὴν περίπτωση, πὼς οἱ ἄποικοι τῆς Κύμης δὲν ἦταν γνωστοὶ μὲ ὄνομα ποὺ νὰ προέρχεται οὔτε ἀπὸ τὴν Ἐρέτρια οὔτε κι ἀπὸ τὴν Κύμη τὴν ἴδια, παρὰ μὲ κάποιο ἄλλο, ἀπὸ τὴ Γραῖα [πόλις Γραῖα ὑπῆρχε στὴ Βοιωτία καὶ τὴν Εὔβοια, στὴν δὲ Εὔβοια εἶχαν συστήσει πολλὲς ἀποικίες οἱ Ἀθηναῖοι]. Μὲ τὸν ὅρο Γραῖοι (Graii) ξεχώριζαν τοὺς ἀποίκους οἱ Λατῖνοι καὶ οἱ ὁμοχώριοί τους καὶ τ’ ὄνομα Graeci εἶναι ἕνας τύπος εὔχρηστος ἀπὸ τὰ παράγωγα τοῦ Graii … Ἡ ἱστορία τῆς Σικελίας, ὅπως καὶ τῆς Ἰταλίας, ἀρχίζει στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἐμφάνιση ἐκεῖ τῶν Ἑλλήνων.”