Ο ΠΛΑΤΩΝ εἰδοποιοῦσε τοὺς Ἀθηναίους γιὰ τὴν γνήσια δικαιοσύνη, πὼς εἶναι ἡ ἀλήθεια στὴν ἀρχή της μυστική, στὴν ζήτηση καὶ πράξη της αὐθόρμητη, ἤδη στὴν ἀπορία της σημαντική, πάντα τελείως μακριὰ ἀπὸ συμβάσεις στὴν οὐσία της, βαθμὸς ζωῆς γιὰ τὸν ὁποῖο κάθε ἄλλος βαθμὸς μπορεῖ ἀκόμα καὶ νὰ θυσιάζεται ἂν χρειαστεῖ, χωρὶς ἡ ἀπώλεια νὰ ζημιώνει τὴν ἀκεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου στὸ παραμικρό.

Μιλῶντας γιὰ τὰ δεινὰ τοῦ νομοκρατικοῦ πολιτισμοῦ ὁ συγγραφέας τῶν (ὁσοδήποτε συμβολικῶν, πάντως) Νόμων δὲν ὑπαινίσσεται ὡς ἰδανικὸ κάποιο εἶδος ἀναρχίας — ἀντιθέτως, ἀποδεικνύει ἄκρως ἐπικίνδυνη τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ἀρχή, στὴν ἀνάδυση ὡς ψευδο–δικαιοσύνης τῆς σύμβασης ἢ ἀπόλυτης θεμελίωσης καὶ ἐγκατάλειψης τῆς κοινωνίας στὴν θέσμιση, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει λόγο γιὰ νὰ ζεῖ τόσο μικρό, ὥστε δὲν ἔχει λόγο γιὰ νὰ πεθαίνει, τεχνητὸ πρᾶγμα ὁ ἴδιος, ὑπο–λογισμένο, συμβατικὸ καὶ ἀσήμαντο.

Ὁ Πλάτων ἀντιτάσσει στὸν ὑπαγόμενο σὲ ὁρίζοντα πλαστότητας, μόχθου καὶ καταναγκασμοῦ δικανικὸ βίο, τὶς ποιότητες τῆς ἐλευθερίας ποὺ καρποφορεῖ στὴν ἀληθινὴ δικαιοσύνη, ὅταν ἡ ζήτηση τοῦ ὄντος, πληρότητος τοῦ νοήματος μὲ ὁποιοδήποτε τίμημα καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σύμβαση καὶ ἀνάγκη, μεγαλώνει στὴν ψυχὴ εὐθύτητα, ἀκεραιότητα, ἡσυχία, ἀφοβία, ἐμπιστοσύνη… Στὸν φόβο, τὴν καχυποψία καὶ τὸν δόλο ὁ ἄνθρωπος κυρτώνει καὶ ὁδηγεῖται στὴν πώρωση, νομίζοντας ἀρετὴ ἀκόμα καὶ τὴν δουλεία του στὴν βιομέριμνα, τὴν μικρότητα καὶ τὸν μηχανισμό.