Ἔχει εἰπωθεῖ πὼς τὰ ἑλληνικὰ γράμματα δίδασκαν καὶ ὅταν ἔλειπαν, ὅμως τὰ γράμματα ἀπὸ μόνα τους ποτέ δὲν διδάσκουν ἀρκετὰ καλά. Ἡ ἔναρθρη σκέψη εἰκονίζει πιὸ πρωταρχικὲς ἀπὸ τὴν ἴδια κινήσεις τῆς ψυχῆς, θεμελιακὴ γιὰ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ ποὺ τὴν δημιουργεῖ, ὅμως δὲν εἶναι τὸ μόνο οὔτε τὸ πιὸ κύριο θεμέλιο. Ἂν συνεχιζόταν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἑλληνισμό, τὰ μειονεκτήματα τῶν λατινικῶν καὶ ἀκόμα ἡ ὑποχώρηση εἴτε καὶ ἐγκατάλειψη τῆς ἑλληνομάθειας, δὲν θὰ εἶχαν καθοριστικὴ σημασία. Ἄλλωστε οὔτε τὰ ἑβραϊκὰ καὶ ἡ ἑβραϊκὴ παιδεία δὲν εἶναι ὅ,τι ἐμπόδισε τοὺς Ἑβραίους.

“Οὐσιαστικὰ στὰ ἑλληνικὰ πλάστηκε ἡ χριστιανικὴ σκέψη … ἐπῆλθε ἡ μεγάλη μεσαιωνικὴ ‘ρήξη’ ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Δύση, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν διαφορετικὲς ἐμπνεύσεις … Ἐνῷ ἡ ρωμαϊκὴ Δύση βλέπει νὰ ἐξαπλώνεται ἕνας αὐστηρὰ ρυθμισμένος μοναχισμός, οἰκοδομεῖ μιὰ θεωρία αὐταρχικὴ καὶ βασισμένη στὴν λογικὴ [στὸν ὑπολογισμὸ καὶ τὸν νόμο] καὶ χτίζει τοὺς πελώριους καθεδρικοὺς ναούς της, — τὸ Βυζάντιο, διαλλακτικώτερο, πιὸ ἀνθρώπινο, ἐμπιστεύεται μιὰ συλλογικὴ καὶ ἀποκεντρωμένη διαχείριση, μιὰ εὐσέβεια πολὺ πιὸ ἀνεκτική, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἐπιτυχία τοῦ μεγάλου ἱεραποστολικοῦ ἔργου του[[38]] … Ὁπότε, ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία γεμίζει μὲ μικρὲς ἐκκλησίες, κόκκινες στὸ ἐξωτερικό τους, ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων, σύμφωνα μὲ τὴν τρέχουσα συμβολικὴ ἑρμηνεία, καὶ στὸ ἐσωτερικὸ καλυμμένες μὲ τοιχογραφίες ἁπλοϊκὲς ἢ μεγαλοπρεπεῖς, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Μπαρές, μιλῶντας γι’ αὐτὲς τοῦ Μυστρᾶ, ἔλεγε ὅτι μοιάζουν μὲ ἀραχνοΰφαντο μεταξωτό: αὐτὲς τὶς μικρὲς ἐκκλησίες ποὺ δίνουν ἀκόμη καὶ σήμερα στὸ ἑλληνικὸ τοπίο, πλάι στὰ μεγάλα ἀρχαῖα ἐρείπια, τὸ ἱστορικό του χρῶμα … Ἡ Ὀρθοδοξία διατήρησε στὴν χριστιανικὴ θρησκεία μιὰ αἴσθηση τοῦ τί εἶναι ἀνθρώπινο, ποὺ μᾶς ἀρέσει νὰ σκεφτόμαστε ὅτι ἔχει τὴν μακρινή της ἀπαρχὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα”.[39]