“Οἱ Ἕλληνες μέσα ἀπὸ τὴν φιλοσοφία ἔφθασαν στὰ ὑψηλότερα δυνατὰ ὅρια ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καὶ μέσα ἀπὸ τὴν γλῶσσα παρουσίασαν τὴν τελειότερη δυνατὴ μορφὴ ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου … Ἡ χρήση στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τοῦ τελειότερου γλωσσικοῦ ὀργάνου τὸ ὁποῖο ὑπάρχει, βοηθεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ διατηροῦν τὴν αἴσθηση τοῦ Τέλειου καὶ συμβάλλει στὴν πληρέστερη δυνατὴ κοινωνία μὲ Αὐτό. Ἡ γλῶσσα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία γιὰ τόσο πολὺ χρόνο χρησιμοποιήθηκε καὶ καθαγιάσθηκε, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ καὶ ὡς κατηγόρημα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντικατασταθεῖ χωρὶς οὐσιώδη βλάβη αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς λατρείας … Ὅλοι, ὅσοι εἰλικρινὰ ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν κοινωνοὶ τῆς αἰωνόβιας παράδοσης τοῦ Πνεύματος, εὔκολα θὰ βροῦν τὴν δυνατότητα νὰ ἐξοικειωθοῦν μὲ τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ τῆς ἱερῆς λειτουργικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία κατὰ τρόπο ὑπέροχο προσιδιάζει στὰ μεγάλα μυστήρια τῆς λατρείας”.[23]

Ὁ πλοῦτος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν κειμένων καὶ τὸν θησαυρὸ τῶν λέξεων, περιέχει περισσότερους τρόπους καὶ αἰσθήματα, συγκροτεῖ πιὸ ἰσχυρὸ καὶ γνήσιο ὀργανισμό, παρέχοντας ἑπομένως ὑψηλότερο μέτρο καὶ μεγαλύτερη δυνατότητα σκέψης. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία κράτησε τὴν γλῶσσα τῆς Λειτουργίας ἀκόμα καὶ στὶς ἀντίξοες συνθῆκες τῆς τουρκοκρατίας.