Ριζικὰ ἀποδοχὴ Δώρου ὑπάρχοντας, ζωὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ πεθαίνει γιὰ τὸν ἑαυτό της μέσα στὴν Κλήση ποὺ ἀκολουθεῖ, ἡ φιλοσοφία δὲν προϋποθέτει καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν λογιστικὴ πειθαρχία καμμιᾶς ἐρευνητικῆς ἀπόπειρας: “τὸν ρώτησε ὁ Αἴσωπος ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Δία, κι ἐκεῖνος (ὁ Χίλων) εἶπε, ταπεινώνει τὰ ὑψηλὰ καὶ ὑψώνει τὰ ταπεινά”,[366] δηλαδὴ ταπεινώνει ὑψώνοντας, σκοπεύοντας στὴν ὕψωση. Ἡ φιλοσοφία ὡς βιωματικὴ προσωπικὴ θεία παιδεία, ἀφαιρῶντας τὸ πλαστὸ ὕψος ποὺ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ποτέ δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο, μεταστρέφει τὸν ἄνθρωπο στὴν πραγματική του θέση: “ὅταν ὑψώσετε τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, τότε θὰ καταλάβετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι”.[367] Ταπείνωση καὶ ὕψωση εἶναι ἡ ἴδια ὁδός, ὥστε χωρὶς μακαριότητα δὲν ὑπάρχει οὔτε ταπεινοφροσύνη.

Ἡ κακοπάθεια ὡς τέτοια φέρει τὴν συντριβὴ τῆς ἀπελπισίας, εἴτε μαλακώνει τὴν εὐαίσθητη ψυχή, ἢ προκαλεῖ ἀκόμα μεγαλύτερη σκληρότητα, μῖσος, ὑποκρισία, κλπ, καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι ταπεινοφροσύνη. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὴν μακάρια ὁδὸ τῆς ταπεινοφροσύνης σὲ μία περίπτωση μόνο καὶ σὲ καμμία ἄλλη: ὅταν παρουσιάζεται θαυμαστὰ σὰν ἕνα δῶρο τὸ ἴδιο τὸ δικό του ὑψηλό, ἂν τὸ ἔχει, καὶ ἂν εἶναι πράγματι ὑψηλό — ὅμως τόσο πιὸ μεγάλο καὶ καθαρό, ὥστε καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι δὲν τὸ ἀξίζει οὔτε ἐλάχιστα.