Ἐνοχὴ δὲν προλαβαίνει νὰ κυριαρχήσει, γιατὶ τὸ σφάλμα ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία τὸ θεωρεῖ σφάλμα. Ὁδηγοῦσε τὸ ἑλληνικὸ στράτευμα στὴν ἐξόντωση ἐπειδὴ ἔχασε τὴν Βρισηΐδα· αἰσθάνεται ἔνοχος ἐπειδὴ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔχασε τὸν Πάτροκλο, καὶ ἀμέσως προχωρεῖ στὴν δική του θανάσιμη μάχη: πῶς νὰ ζυγίσει καὶ νὰ προτιμήσει νὰ χάσει αὐτὸν καὶ ὄχι τὸν ἄλλο;

Μόνο γεύση ἀπὸ ἐνοχὴ δοκιμάζοντας, ὁ Ἀχιλλέας ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει ἔμπρακτα, ὅτι στὸ νηλεὲς αὐτὸ ἦμαρ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει μένει ἀπαρηγόρητος, καὶ ὁ ἀπαρηγόρητος ἄνθρωπος ἔχει νὰ τὰ χάσει ὅλα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ μητέρα του καὶ θεὰ τοῦ ἔδωσε τὰ ὅπλα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χάσει, τὸν ἀποχαιρέτησε λέγοντας, “ντύσου θάρρος”,[347] τὸ ὁποῖο ἡ ἴδια τοῦ ἔδωσε: “ἔτσι μίλησε, κι ἔβαλε μέσα του τὴν ὁρμὴ μεγάλου θάρρους”.[348]

“Σχεδὸν κανεὶς δὲν τοὺς καταλαβαίνει, ὅσους ἀγγίζουν τὴν φιλοσοφία σωστά, πὼς τίποτε ἄλλο δὲν ἐργάζονται, παρὰ μόνο τὸ νὰ πεθαίνουν καὶ νὰ ἔχουν πεθάνει”, εἰδοποιεῖ ὁ Πλάτων.[349] Ἡ ἐργασία τοῦ Ἀχιλλέα καρποφοροῦσε, ὅταν ἄρχισε νὰ βλέπει ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν περιφρόνηση τοῦ ἅδη ὑπάρχει ἡ ἀναγνώρισή του ὡς κοινοῦ ἀνθρώπινου πόνου. Ὅταν κλήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν νηπιακὴ ἀφέλεια, ἀθῶα στὴν φιλία της ὅσο στὴν σκληρότητά της, ὁ Ἀχιλλέας μεγάλωνε τὴν ἀνδρεία του καὶ τελειοποιοῦσε τὸν θάνατό του.