Ἡ σπουδὴ αὐτή — ὄχι μιὰ διανοητικὴ ἢ ὅποια ὀργάνωση, ἀλλὰ ἡ ἑστίαση καὶ ὁρμὴ τοῦ βίου στὴν κοίτη αὐτῆς τῆς ἀπορίας — προϋποθέτει ἔρωτα, διαφορετικὰ δὲν ὑπάρχει φιλοσοφία ἀλλὰ βιο–μηχανία, ἀποπροσωποποίηση καὶ εὐτέλεια, ἡ καταρράκωση τοῦ ἀνθρώπου.

“Ἂν κάποιος μποροῦσε νὰ συμμεριστεῖ μὲ τὴν ψυχή του καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀξία της τὴν πίστη αὐτή, ὅτι στὴν ἀρχὴ γίναμε ὅλοι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν Θεῶν, νομίζω πὼς αὐτὸς δὲν θὰ σκεφτόταν τίποτα ἀνάξιο καὶ ταπεινὸ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂν σὲ υἱοθετήσει ὁ Καίσαρας, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει τὴν ἔπαρσή σου· ἂν καταλάβεις ὅτι εἶσαι παιδὶ τοῦ Δία, δὲν θὰ ὑπερηφανευτεῖς; Ὅμως τώρα δὲν τὸ κάνουμε αὐτό, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουν δύο ἀναμιχθεῖ τέλεια στὴν γέννησή μας, τὸ σῶμα, ποὺ τὸ ἔχουμε κοινὸ μὲ τὰ ζῶα, καὶ ὁ λόγος καὶ ἡ προαίρεση, κοινὰ μὲ τοὺς Θεούς, ἄλλοι κλίνουν στὴν συγγένεια τὴν ἀτυχῆ καὶ νεκρή, καὶ μόνο λίγοι στὴν θεία καὶ μακάρια … Κι ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ οἱ λίγοι, ποὺ θεωροῦν ὅτι ἔγιναν γιὰ νὰ ἔχουν πίστη, σεμνότητα καὶ σωστὴ χρήση τῶν εἰκόνων τῆς σκέψης τους, δὲν διανοοῦνται γιὰ τὸν ἑαυτό τους τίποτε ταπεινὸ ἢ ἀνάξιο, ἐνῷ οἱ πολλοὶ κάνουν τὸ ἀντίθετο — γιατὶ λένε, ‘τί εἶμαι δά; ἕνα ταλαίπωρο ἀνθρωπάκι’…”[372]