377 Χαρακτηριστικὰ στὴν μυθολογία, ἡ Ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο, κόρη τοῦ Δία, μητέρα τῆς Ἀρετῆς, τροφὸς τοῦ Ἀπόλλωνα, Θεοῦ κατ’ ἐξοχὴν τῆς παιδείας ὡς μυήσεως τοῦ νοῦ στὸ ὄμορφο καὶ εὐγενές —πρβλ. Ραγκαβῆ, Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιολογίας, τ. Α΄, Ἀθήνα 1888, σελ. 62 καὶ 104.

378 Νίτσε, Ἀνθρώπινο πολὺ ἀνθρώπινο, τ. Β΄, ἑν. 354, ὅ.π., σ. 94.

379 Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Περὶ Θεολογίας, ἑκατοντὰς 7, κεφ. 48.

380 Τὰ παρένθετα ἐπισημαίνουν τί ἀκούγεται στὴν λέξη ἀνεξαρτήτως ἐτυμολογίας, ἡ ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως ἀμφιβάλλεται. Ἂς προσεχθεῖ κάτι ποὺ οἱ γλωσσολόγοι φαίνεται νὰ ὑποτιμοῦν, ὅτι, ὑπὸ στοιχειώδεις προϋποθέσεις, ἡ παρετυμολογία δὲν εἶναι λιγώτερο σημαντικὴ ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία, ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ ρίζα εἶναι γνωστὴ μὲ βεβαιότητα. Ἂς σκεφτοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὴν θρησκεία. Ὅσο σημαντικὴ ἡ ἀναγωγὴ στὸ θρηνῶ, ἄλλο τόσο ἐκείνη στὸ θρώσκω, λέξεως οὕτως ἢ ἄλλως συγγενοῦς (θορός, θοῦρος), ἡ ὁποία ἀκούγεται στὴν θρησκεία ἴσως καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ρίζα της, ἀναγνωρίζοντας τὸν θρῆνο σὲ γόνιμη κίνηση, γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του δὲν ἀρκεῖ. Ὅπως ἡ προσπάθεια κατανοήσεως τοῦ προσώπου ἀποκλειστικῶς μέσα ἀπὸ τὴν γενεαλογία του, περίπου τὸ ἴδιο ἡ ἀπόλυτη ἐμμονὴ στὴν ἐτυμολογία. Ὑπάρχουν σχέσεις ἐξίσου σημαντικές, ἐνδεχομένως μεταμορφώνοντας καὶ ἐμπλουτίζοντας τὸ νόημα πέρα ἀπὸ τὴν πρώτη ρίζα.