ΣΕ ΤΕΝΤΩΜΕΝΟ σχοινὶ βαδίζει ἡ ψυχή, κι αὐτὸ ἡ σύνοψη τοῦ Παπαρρηγόπουλου τὸ προδίδει. Ὁ πόνος γιὰ τὴν Βρησηΐδα, ὁ πόνος γιὰ τὸν Πάτροκλο καὶ γιὰ κάθε φίλο εἶναι μοναδικός, δὲν πνίγεται στὰ δάκρυα μιᾶς ‘καθολικῆς συμπάθειας’. Γιατριὰ καὶ ζεστασιά, θάνατος τοῦ ἐγώ, δὲν εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τῆς ψυχῆς. Ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐπαφή τους, οὔτε ὁ Πρίαμος οὔτε ὁ Ἀχιλλέας δὲν λησμόνησαν τὸν Λόγο τους, χάρη στὸν ὁποῖο, ἄλλωστε, εἶχαν συναντηθεῖ, ὥστε μία μόνο ἐπανάληψη τῆς παράκλησης, ὑπενθύμιση μαζὶ καὶ ἐπανίδρυση τῆς μεταξύ τους ἀπόστασης, ἔφερε τὸν Ἀχιλλέα στὴν προηγούμενη ὀργή, σχεδὸν τελείως: “μή μ’ ἐρεθίζεις πάλι, γέρο· κι ἐγὼ θέλω νὰ σοῦ ἐλευθερώσω τὸν Ἕκτορα, καὶ ὁ Δίας μοῦ ἔστειλε ἄγγελο, τὴν ἴδια τὴν μητέρα μου … καὶ σὲ κατάλαβα, Πρίαμε, δὲν μοῦ διαφεύγει, κάποιος Θεὸς σὲ ὁδήγησε στὰ γρήγορα καράβια τῶν Ἀχαιῶν … μήν ἐξοργίζεις ὅμως ἄλλο τὴν ψυχή μου στοὺς πόνους της, γιατί, γέρο, οὔτε ἐσένα δὲν θ’ ἀφήσω ζωντανὸ μέσα στὴν σκηνή, κι ἂς εἶσαι ἱκέτης, καὶ τοῦ Δία τὶς ἐντολὲς θὰ τὶς παραβῶ”.[361]