Ο ΙΩΑΝΝΗΣ τῆς Κλίμακος εἰδοποιεῖ ὅτι ὁ χρόνος εἶναι ἀβίωτος, ἂν δὲν βαπτίζεται στὴν αἰωνιότητα: “δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περάσεις μὲ εὐσέβεια τὴν σημερινὴ ἡμέρα, ἂν δὲν τὴν θεωρήσεις τελευταία ὅλης τῆς ζωῆς σου. Καὶ θαῦμα πράγματι, πῶς καὶ οἱ Ἕλληνες εἶπαν κάτι τέτοιο. Γιατὶ καὶ τὴν φιλοσοφία αὐτὸ ὁρίζουν πὼς εἶναι, μελέτη θανάτου”.[362] Ἡ ‘θεώρηση’ γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν εἶναι μιὰ πειθαρχία καὶ τεχνική, ὅπως οὔτε ἡ βάπτιση.

Ὁρίζοντας ὅτι σήμερα εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα, παίρνω ἀδύνατη ἀπόφαση, ὥστε θὰ ὑποχρεωθῶ νὰ ζήσω ὑποκριτικά, ὡς ἐὰν ἦταν ἡ τελευταία. “Δοκίμασε νὰ ζεῖς σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ κρατήσει ὁ βίος σου καί λίγο καί πολὺ χρόνο”, ἔλεγε ὁ Βίας,[363] τὸ ὁποῖο θὰ βρισκόταν τελείως μέσα στὴν ἀλήθεια, ἂν δὲν εἶχε τὴν μορφὴ προτάγματος. Τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ὡς πειθαρχία ὁ γέροντας Πορφύριος ὀνομάζει τεχνητὰ πράγματα, ποὺ μ’ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει τὴν ἁμαρτία του, χάνει ἀκόμα περισσότερο τὴν οἰκειότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐλευθερία του: “εἶναι καταπίεση νὰ σκέπτεσαι τὸ θάνατο καὶ τί θ’ ἀπολαύσεις στὴν μέλλουσα ζωή, γιὰ νὰ γίνεσαι γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καλός”.[364]